«Θέλω πάρα πολύ να εξηγήσω τη δουλειά μου [...] υπάρχουν ειδικοί που μπορούν να κάνουν αυτήν τη δουλειά [...] αλλά εγώ νομίζω έχω πιο πολύ δικαίωμα να μιλήσω για τα Ανθρωπάκια, αυτά τα οποία είναι ξύλινα βέβαια, αλλά αληθινά Ανθρωπάκια. Δηλαδή είναι τα Ανθρωπάκια τού σήμερα, είναι το κατεστημένο και το ίδιο το Ανθρωπάκι αυτό αντιδρά στο κατεστημένο.
Οι άνθρωποι, τα Ανθρωπάκια που λέω, το κατεστημένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά [...] γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω: Φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο εγώ εκτός απ’ αυτήν τη μαρτυρία». ?«Μονόγραμμα» ΕΡΤ2, Γιάννης Γαΐτης, Νοέμβριος 1984
Μαθητής του Κωνσταντίνο Παρθένη και Ιωάννη Φιλιππότη στην ΑΣΚΤ (1942-1944) και με συμφοιτητές τον Τέτση, τον Μιγάδη, τον Δανιήλ, τον Μολφέση και τον στενό του φίλο Γιάννη Μαλτέζο, ο Γιάννης Γαΐτης με καταγωγή απο την Τήνο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923 και πέθανε το 1984, έξι μόλις μέρες μετά τα εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης του έργου του, στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών. Ανήκοντας στη γενιά που έτρεχε με λαχτάρα στο νεοσύστατο τότε θέατρο του Καρόλου Κούν, ο νεαρός Γαϊτης κάνει την πρώτη του έκθεση το 1944 όπου οι μετα-ιμπρεσιονιστικές επιρροές ήταν εμφανείς. Στον Εμφύλιο λόγω πολιτικών πεποιθήσεων κρύβεται για ένα διάστημα στο σπίτι του θείου του στην Κηφισιά (στην κατοχή έγραφε συνθήματα σε τοίχους και συμμετχείχε και στην ΕΠΟΝ). Επί 3 συνεχόμενες χρονιές εκθέτει στον λογοτεχνικό όμιλο Παρνασσός, ώσπου το 1947, οι 34 πίνακές του σαφώς επηρεασμένοι από τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό δημιουργούν μεγάλο σκάνδαλο και την καθολική απόρριψη του κοινού.
Στην Ελλάδα, ως πρωτοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης στην Αθήνα των δεκαετιών ’40 και ’50 δεν έτυχε θερμής υποδοχής. Όντας ανάμεσα σε αυτούς τους Έλληνες καλλιτέχνες που δεν θέλησαν να μπουν στο παιχνίδι του συγκερασμού της μοντέρνας τέχνης με την ελληνική παράδοση, τον θεωρούσαν τρελό. Ένας πολύ γνωστός άνθρωπος της τέχνης μάλιστα, έγραψε ότι η «σπληναντερογραφία του κ. Γαΐτη είναι για μένα κινέζικα». Από τους λίγους που τον στηρίζουν είναι ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα από τις σελίδες της Καθημερινής.
Το 1954 φεύγει για Παρίσι (γράφοντας στους φίλους «Στην Ελλάδα ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά, εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω») όπου και θα μείνει μέχρι το 1974. Στην πόλη του φωτός, παρακολουθεί μαθήματα στην Académie de la Grande Chaumiére και πειραματίζεται με ποικίλλα εικαστικά ρεύματα της εποχής, όπως ο αφηρημένος εξπρεσσιονισμός, ο σουρεαλισμός και ο κυβισμός. Ο Γάλλος κριτικός Ζακ Υστ, έγραφε: «Με τον Γαΐτη, όπως στον Βαν Γκογκ τα πράγματα έχουν ένα νόημα βασανιστικό και όπως στον Πικάσο και τους σουρεαλιστές παραμορφώνονται έτσι που με το να γίνονται παράξενα μας αγγίζουν περισσότερο».
Συναναστρέφεται τους Μαλτέζο, Κεσσανλή, Τσόκλη και Τσίγκο, όπου ο τελευταίος τον επηρέασε με την άμορφη ζωγραφική του για ένα διάστημα. Σιγά σιγά ο Γαΐτης έφυγε από την επιρροή του και στράφηκε σταδιακά στον γεωμετρικό κόσμο του και το 1967 στο έργο του “Μια ιστορία” πρωταγωνιστεί το ανώνυμο ανθρωπάκι, με το οποίο καθιερώνεται γνωστός στο ευρύ κοινό. Συμπιεσμένα σε σαρδελοκούτια, καθισμένα σε καρέκλες, άλλoτε να εμφανίζονται σε ανώνυμα πλήθη, σε κηδείες, διαλέξεις, ποδοσφαιρικούς αγώνες, ομοιόμορφα και ανώνυμα, τα ανθρωπάκια του Γαϊτη εκφράζουν την υπαρξιακή μοναξιά των ανθρώπων που οφείλεται στον καταναλωτισμό και τη μαζικοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας.
Στα έργα της πρώιμης περιόδου του, τα «ανθρωπάκια» είναι σαν να φορούν ενα σιδερένιο προσωπείο, πίσω από τα κάγκελα του οποίου τα βλέμματά τους φαίνονται στριμωγμένα και ανήσυχα. Αργότερα θέλοντας να κάνει μια κριτική στη σκοτεινή πολιτική σκηνή της Ελλάδας του ’60, το σύμβολο περνά στην τελική φάση σύνθεσης της στερεότυπης μορφής του. Αποκτά γραβάτα και καπελάκι μελόν, ενώ στην έκφρασή του προστίθεται η πίκρα μιας προαναγγελόμενης ολοκληρωτικής απομόνωσης και μια κόπωση από την αναμονή για κάτι που τελικά δεν πρόκειται να συμβεί. Στην τελική τους φάση τα «ανθρωπάκια» γίνονται πιο αινιγματικά.
Ο ίδιος δηλώνει χαρακτηριστικά…«Σήμερα κάνω το ανθρωπάκι. Δεν έχω τη δύναμη να το αλλάξω, γιατί το ανθρωπάκι με αντιπροσωπεύει απόλυτα… Τώρα, αν αυτά τα έργα μου αρέσουν ή δεν αρέσουν, αυτό είναι άλλη παράγραφος. Γιατί ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του ανθρωπάκι. Γιατί σου λέει: εγώ δεν είμαι αυτός…Και όμως είναι».
Ο Γαΐτης επηρεάστηκε επίσης κι απο τον υπερρεαλισμό και την pop art. Στο απόγειο της δόξας του, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έκανε εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Οι ατομικές του εκθέσεις είναι 92, οι ομαδικές φτάνουν τις 93 και οι διεθνείς συμμετοχές τις 38. Το σύνολο των έργων του είναι περίπου 4.000, τα οποία υπάρχουν σε μουσεία της Ευρώπης, της Β. και Ν. Αμερικής, της Ιαπωνίας, της Κύπρου, του Ισραήλ, καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές.
Ημερομηνίες – Σταθμοί 1923: Γεννιέται στην Αθήνα.
1944: Συμμετέχει στην Αντίσταση και οργανώνει στο σπίτι του την πρώτη ατομική έκθεση.
1942-48: Σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών.
1947: Έκθεσή του στον «Παρνασσό» προκαλεί σκάνδαλο. Δηλώνει τρελός για να απαλλαγεί από τον στρατό και εγκλείεται στο στρατιωτικό ψυχιατρείο.
1949: Αποφασίζει με τον Αλέκο Κοντόπουλο να δημιουργήσουν την ομάδα «Ακραίοι», δημοσιεύοντας και μανιφέστο
1953: Συμμετέχει στην Μπιενάλε του Sao Paulo.
1954: Παντρεύεται τη γλύπτρια Γαβριέλα Σίμωσι και εγκαθίστανται στο Παρίσι.1957: Πρώτη ατομική έκθεση στο Παρίσι- η καθιέρωση.
1967-8: Καθιερώνει το ανθρωπάκι του και επιστρέφει στην Ελλάδα. 1972: Χτίζει ένα σπίτιγλυπτό στην Ίο.
1973: «Η κηδεία της ζωγραφικής», έργο που παραπέμπει στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
1984: Πεθαίνει, έξι ημέρες μετά τα εγκαίνια αναδρομικής έκθεσής του στην Εθνική Πινακοθήκη.
- ”Άγγελοι”, 1983
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου