Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Έφυγε από τη ζωή ο ηθοποιός Γιώργος Φούντας

Στα 85 του χρόνια έφυγε από τη ζωή ο ηθοποιός Γιώργος Φούντας. Το τελευταίο διάστημα ο ηθοποιός νοσηλευόταν στο νοσοκομείο των Αθηνών, καθώς έπασχε από Αλτσχαϊμερ. Η κηδεία του θα γίνει την ερχόμενη Τρίτη, στις 11:00 το πρωί στο Α΄Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε το 1924, στο Μαυρολιθάρι Παρνασσίδας, στην Φωκίδα και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών.
Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1944 στην ταινία «Χειροκροτήματα» του Γ. Τζαβέλα και σχεδόν μια δεκαετία αργότερα ενσάρκωσε τον ρόλο του Μίλτου στην «Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο στο έργο «Νυφιάτικο Τραγούδι».
Έπαιξε επίσης σε μερικές από τις ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφους όπως η «Μαγική Πόλη» του Ν. Κούνδουρου και τα «Κόκκινα Φανάρια» του Β.Γεωργιάδη, καθώς και στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν.
Στην τηλεόραση έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1975 συμμετέχοντας στη μεταφορά στη μικρή οθόνη του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ν. Καζαντζάκη.
Βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τις χρονιές 1966 και 1967 για την ερμηνεία του στις ταινίες «Με την Λάμψη στα Μάτια» και «Πυρετός στην Άσφαλτο».
Aπο:www.tvxs.gr

«Για να σωθεί η ιδέα της τέχνης χρειάζονται ελεύθεροι καλλιτέχνες» λέει ο Γ.Κουνέλης

Διάλεξη στο Megaron Plus

Ο εικαστικός Γιάννης Κουνέλης
Ο εικαστικός Γιάννης Κουνέλης   (Φωτογραφία:  Αρχείο ΔΟΛ )

«Για να σωθεί σήμερα η ιδέα της τέχνης χρειάζονται ελεύθεροι καλλιτέχνες, εκτός χρηματιστηρίου, που θα πουν με θάρρος "όχι". Που θα δώσουν μια νέα ιδέα στην ποιητική δημιουργία, όπως συνέβαινε παλιά στην Μονμάρτη» τόνισε ο Γιάννης Κουνέλης, απαντώντας στις ερωτήσεις της εικαστικού Κατερίνας Ζαχαροπούλου, σε εκδήλωση που έγινε την Παρασκευή στο Μegaron Plus.

«Ποιον καλλιτέχνη θέλουμε; Αυτόν του χρηματιστηρίου ή τον άλλον που ζει όπως ο Bacon, στους νυχτερινούς δρόμους, με ύποπτες φιλίες;» αναρωτήθηκε ο διεθνής Έλληνας εικαστικός, που με το ριζοσπαστικό του έργο, από τα «ταπεινά» υλικά της Arte Povera, μετέτρεψε την ακαδημαϊκή αντίληψη του χώρου σε λαϊκό τοπίο.

«Την τέχνη την βρίσκεις στο δρόμο» είπε με έμφαση ο Γιάννης Κουνέλης.

«Στη δουλειά μου δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στο έργο και στον χώρο. Η τέχνη συνυπάρχει με τη ζωή, όπως το μοντέρνο συνυπάρχει με το αρχαίο» πρόσθεσε.

Για την ουμανιστική δύναμη που εκπέμπει το έργο του, απάντησε στην συνομιλήτρια του: «Ο ουμανισμός τις τελευταίες δεκαετίες βρίσκεται σε κρίση. Απαιτεί πάντα ένα μέτρο κι αυτό βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας: είναι ο Παρθενώνας. Κι αυτό είναι το μέλλον δεν είναι το παρελθόν».

Με μέτρο τις ίδιες πάντα ανθρώπινες διαστάσεις, ο Γιάννης Κουνέλης, επιστρέφει αυτή την περίοδο καλλιτεχνικά, στο ανθρώπινο σώμα, μέσα από μια ενότητα με τα θρυλικά του «παλτά», που εκθέτει στην γκαλερί Μπερνιέ- Ηλιάδη, στο Θησείο.

Πάνω σε καμβά διαστάσεων διπλού κρεβατιού σε σιδερένιο πλαίσιο, ο καλλιτέχνης αποτυπώνει το παλτό του, χωρίς πινέλο, χωρίς κανένα περιθώριο για διορθώσεις, σαν μια προέκταση του ανθρώπινου σώματος και το αφήνει να ξεκουραστεί, να τεντωθεί, να κουλουριαστεί, να ταξιδέψει. Το παλτό του Γιάννη Κουνέλη, υπαινίσσεται την απουσία, τον μόχθο, την επιστροφή. Το συναντάμε στην τέχνη του «σαν ένα σημάδι σε έναν δρόμο επιστροφής», όπως είπε η Κατερίνα Ζαχαροπούλου.

Γεννημένος στον Πειραιά το 1936, ο Γιάννης Κουνέλης έφυγε στην ηλικία των 20 χρόνων για την Ιταλία, αφού προηγουμένως δεν έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης και εγκαταστάθηκε εκεί για πάντα.

Μετά την ιστορική πρώτη εμφάνιση της Αrte Povera στην Γένοβα το 1967, με την παρουσία δώδεκα ζωντανών αλόγων δεμένων στους τοίχους της γκαλερί, η φήμη του εδραιώθηκε και συμμετείχε στις μεγαλύτερες διεθνείς εικαστικές διοργανώσεις.

«Η δική μου γενιά έφυγε από τα σύνορα, βγήκε έξω από το κάδρο, είχε πολλά όνειρα για την ζωή και την τέχνη. Θέλαμε με τις ιδέες μας ν΄ αλλάξουμε τον κόσμο. Είμαστε Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, γαλουχημένοι με αυτή την ιδέα και όχι την ιδέα του χρηματιστηρίου» είπε ο Γιάννης Κουνέλης.

Απο: www.in.gr

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Κυριακή 28 Νοέμβρη οι Sweet Delay σας περιμένουν στο Miles Away στο Θησείο!

Την Κυριακή 28 Νοέμβρη οι Sweet Delay σας περιμένουν στο Miles Away στο Θησείο! Με φθινοπωρινή διάθεση και πολύ κεφάτο πρόγραμμα για να περάσουμε όλοι μαζί ένα όμορφο βράδυ Κυριακής!

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ


Οι Sweet Delay:

Αλκμήνη Χατζηνάσιου: Τραγούδι & Κρουστά

Γιάννης Παπαχατζής: Τραγούδι & Κιθάρα

Μάριος Παπαδόπουλος: Πλήκτρα

Θάνος Βρεττός: Κιθάρες & Κρουστά

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Nelly’s, η φωτογραφική ιστορία ενός αιώνα

Απο: 24grammata

σε συνεργασία με τον έγκυρο ιστότοπο www.aspromavro.net

γράφει η Κατερίνα Κοσκινά

Η Έλλη Σουγιουλτζόγλου – Σεραϊδάρη, η φωτογράφος Nelly’s, όπως συνηθίζεται πια να αποκαλείται χρησιμοποιώντας ως όνομα την αγγλική εκδοχή της καλλιτεχνικής της υπογραφής, γεννήθηκε πριν έναν περίπου αιώνα στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας.
Έξι ετών, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο ελληνικά σχολείο. Τον Ιούλιο του 1919 έζησε την ολέθρια καταστροφή της ελληνικής πάλης του Αϊδινίου από τα τουρκικά στρατεύματα. Η οικογένειά της κατόρθωσε να διαφύγει και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, απ’ όπου η Nelly’s έφυγε την επόμενη χρονιά για τη Δρέσδη της Γερμανίας, προκειμένου να σπουδάσει μουσική και ζωγραφική. Το Σεπτέμβριο του 1922, ενώ βρισκόταν εκεί, πληροφορήθηκε τον εμπρησμό της Σμύρνης και τη σφαγή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους.
Η οικογένειά της ήταν απ’ αυτές που διέφυγαν και μετοίκησαν στην Ελλάδα, την οποία η Nelly’s πρωτοεπισκέφθηκε το 1924, επιστρέφοντας από τη Γερμανία, αφού είχε πλέον ολοκληρώσει τις σπουδές της στη φωτογραφία και αποφασίσει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα.
Ενώ, λοιπόν, είχε ξεκινήσει για να σπουδάσει ζωγραφική, η Nelly’s στράφηκε τελικά στη φωτογραφία λόγω των νέων δύσκολων γι’ αυτήν συνθηκών, στοχεύοντας σ’ ένα ταχύτερο τρόπο επαγγελματικής αποκατάστασης και οικονομικών απολαβών. Έτσι, ελκύεται από
το Oldruck και το bromoil, παλιές φωτογραφικές τεχνικές που της έδιναν τη δυνατότητα να δει στη φωτογραφία όχι μόνο το μέσον που αποδίδει με ρεαλιστική σαφήνεια την πραγματικότητα, αλλά και μία μέθοδο έρευνας και έκφρασης της σχέσης της με τον κόσμο που την περιβάλλει. Άλλωστε, αυτές οι ίδιες τεχνικές της επέτρεπαν να εφοδιάζει τα θέματά της με μια πικτοριαλιστική διάσταση που κάλυπτε εν μέρει τις ζωγραφικές της ανησυχίες.
Η Nelly’s δούλεψε σχεδόν σε όλη της την καριέρα κατά θέματα, σε φωτογραφικές ενότητες, άλλοτε για λογαριασμό της και άλλοτε κατόπιν παραγγελίας κυρίως του Υπουργείου Πολιτισμού. Ο θεματικός διαχωρισμός των φωτογραφιών κατά τίτλους δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει μια μικρή δόση αυθαιρεσίας, αφού η ίδια δεν έδωσε στην πραγματικότητα τίτλους παρά μόνο σε τρεις – τέσσερις ενότητες.
Παρ’ όλ’ αυτά, η μελέτη του έργου της και η αρχειοθέτηση του υλικού της επιβάλλουν ένα σχεδόν αναγκαστικό διαχωρισμό κατά θέματα, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι συνοπτικός στο συνοδευτικά κατάλογο μιας έκθεσης.
I. Προσφυγικοί καημοί – Παλιά Αθήνα
Η Nelly’s άνοιξε το πρώτο της στούντιο στην Ελλάδα το 1925. Προσφυγικοί καημοίΆριστα εξοπλισμένη με τις καλύτερες μηχανές της εποχής, επαγγελματίας πια φωτογράφος άρχισε να περιδιαβαίνει και να φωτογραφίζει την πόλη των Αθηνών και ιδιαίτερα τις λαϊκές γύρω από την Ακρόπολη συνοικίες, όπως η Πλάκα. Οι πρώτες αυτές φωτογραφίες, που εντυπωσιάζουν με την ταπεινότητα των θεμάτων τους, μαζί με τις λίγες φωτογραφίες των εξαθλιωμένων προσφύγων, που μετά την Τουρκική εκδίωξή τους από τη Μικρά Ασία
εγκαταστάθηκαν σε παραπήγματα, αποτέλεσαν ένα κορυφαίο κεφάλαιο στο φωτογραφικό της έργο, ιδιαίτερα πλούσιο σε bromoils.
0 φακός της Nelly’s αποτύπωσε σε όλο το μέγεθός τους τη δυστυχία και την ανθρώπινη εξαθλίωση που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα και τα σώματα των προσφύγων. Ιδιαίτερα ευαίσθητη στον πόνο τους, όντας και η ίδια πρόσφυγας, προσπάθησε να αποδώσει όλη την “τραγική τους αθλιότητα και τη σπαρακτική τους κατάντια” σύμφωνα με τα λεγάμενά της.
Στη φωτογραφική καταγραφή των παλιών σπιτιών της καθημερινής ζωής της σήμερα εν μέρει κατεδαφισμένης παλιάς αυτής περιοχής της Αθήνας, η Nelly’s εφάρμοσε τις πικτοριαλιστικές τεχνικές που διδάχτηκε στη Γερμανία, με απώτερο στόχο να δημιουργήσει εικόνες
με τη μοναδικότητα του έργου τέχνης. 0 Δημήτριος Καμπούρογλου, σημαντικότατος Έλληνας ιστορικός, βλέποντας τις φωτογραφίες αυτές, πρότεινε στη Nelly’s να συνεργαστούν για να φτιάξουν ένα ιστορικά και φωτογραφικά λεύκωμα για την Παλιά Αθήνα, το οποίο τελικά δεν είδε το φως παρά μόλις το 1996, με τη φροντίδα του Μουσείου Μπενάκη.

II. Γυμνά – Φωτογραφίες στην Ακρόπολη

“Διαμαρτύρομαι εν ονόματι των Ολυμπίων θεών, οι οποίοι, ως γνωστόν, όχι μόνο επερπατούσαν γυμνοί, αρσενικοί και θηλυκοί, αλλά και θεόγυμνοι ελατρεύοντο στους ναούς των … ”.
Με αυτά τα λόγια, ο Παύλος Νιρβάνας ανέλαβε από τη στήλη του Ελεύθερου Βήματος το Μάιο του 1929 την υπεράσπιση της νέας φωτογράφου Nelly’s, επειδή τόλμησε το 1927 να φωτογραφήσει γυμνή στον Παρθενώνα τη Mona Paeva —πρώτη μπαλαρίνα της Opera Comique— “βεβηλώνοντας” έτσι τον Ιερό Βράχο.
Η φωτογράφηση του γυμνού σώματος ούτε και τότε ήταν κάτι τόσο σπάνιο και προκλητικό. H Nelly’s δεν πρωτοτυπούσε φωτογραφίζοντας γυμνά. Κανένας όμως δεν είχε τολμήσει να φωτογραφήσει γυμνά σ’ ένα χώρο-ταμπού, σ’ ένα χώρο-σύμβολο ενός ολόκληρου πολιτισμού. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, ιδιαίτερα του συντηρητικού χώρου.
Τα γυμνά της Nelly’s, πέρα από τη φωτογραφική τεχνική τους αρτιότητα, διακρίνονται από μία έντονη εσωτερικότητα που αναδεικνύει, δίπλα στη γλυπτικότητα των όγκων και στην “πλαστικότητα” τou φωτάς, όλη την πνευματικότητα του αρχαίου κλασικού ιδεώδους, όπως εκφράζεται μέσα από τo γυμνό σώμα. Χωρίς καμιά πρόθεση να δημιουργήσει σκάνδαλο ή απλά να πουλήσει τις φωτογραφίες της στοχεύοντας στο εύκολο κέρδος και τη διαφήμιση του ονόματός της, η Nelly’s φωτογραφίζει τη χορεύτρια για τον εαυτό της, πιστεύοντας ότι βρίσκει ανάμεσα σ’ αυτήν και το Ναό μία παλιά ξεχασμένη σχέση που βασίζεται στην ισορροπία, το μέτρο και την αρμονική συνύπαρξη της αρχιτεκτονικής κλίμακας και του ανθρώπου….
Οι φωτογραφίες, όμως, της Mona Paeva δεν ήταν τα πρώτα φωτογραφημένα γυμνά της Nelly’s. Μαθήτρια ακόμη, στη Δρέσδη στις αρχές της δεκαετίας του ’20, είχε φωτογραφήσει, με τη μεσολάβηση του καθηγητή της Franz Fiedler, τις χορεύτριες της περίφημης Σχολής της Mary Wiegman, όχι μόνο στο ατελιέ, όπως συνήθιζαν οι περισσότεροι σύγχρονοί της φωτογράφοι, αλλά και σε εξωτερικό χώρο. Ταξίδεψε μαζί τους στη Σαξωνική Ελβετία, γιατί εκεί μπορούσε να τις εντάξει στη φύση και να αντιπαραβάλει την ομορφιά της με αυτήν του ανθρώπινου σώματος. Η ευπλαστότητα του γυμνού σώματος και η μορφική συσχέτισή του με την πλαστικότητα του περιβάλλοντος φυσικού χώρου μαρτυρούν ένα πρώιμο ενδιαφέρον —ακόμη και εάν αυτή η έρευνα δε συνεχίστηκε μετέπειτα— για μια συγκριτική μορφολογική έρευνα προς την κατεύθυνση που πραγματοποίησε και εμβάθυνε ο Άγγλος γλύπτης Henry Moore.
Η δομή και η επιβλητικότητα, εντούτοις, των αρχαίων μνημείων και η δυνατότητα εμψύχωσής τους από τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα του ευαίσθητου Nikolskaγυναικείου κορμιού δεν έπαψαν να την απασχολούν. Έτσι, φωτογράφησε την Ισπανίδα χορεύτρια Aurea στο Θέατρο του Διονύσου, καθώς και τη Γαλλίδα Daljell και την Ουγγαρέζα Nikolska στον Παρθενώνα. Οι φωτογραφίες της Nikolska, “vτuμένης” αισθησιακά με αραχνοΰφαντα πέπλα “προς αποφυγήν πάσης παρεξηγήσεως”, όχι μόνο συγκαταλέγονται στις καλύτερες της εποχής διεθνώς, αλλά συνετέλεσαν και στη διαμόρφωση ενός αισθητικού κριτηρίου στην Ελλάδα, που αφορά την αναπαράσταση του γυναικείου σώματος.
Το γυναικείο σώμα, έτσι όπως το αποτύπωσε η Nelly’s, απαλλαγμένο από κάθε έννοια σεξουαλικής πρόκλησης, διατηρεί έναν ερωτισμό που εμπλέκεται και συμπληρώνει το αισθητικά ιδεώδες, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπει στις ιδεαλιστικές απεικονίσεις της ποιητικής της ελληνικής μυθολογίας. Έτσι, “Τα Γυμνά της Ακρόπολης” αλλάζουν την αντίληψη για την εμφάνιση και την αντιμετώπιση του γυμνού σώματος. Σχεδόν παράλληλα, μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι της δεκαετίας του ’30 απεικονίζουν στα έργα τους γυμνά στο φυσικά χώρο.
III. Δελφικές Εορτές
Μετά την περιπέτεια με τις φωτογραφίες της Mona Paeva, η Nelly’s δεν ξαναφωτογράφησε γυμνά σε εξωτερικά χώρο. Όμως, το παλιά όνειρο της Ισιδώρας Ντάνκαν (Isadora Duncan) να χορέψει γυμνή δίπλα στις αρχαίες κολώνες, το όραμα της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού να αναβιώσει τις Δελφικές Εύα Σικελιανού Εορτές, ο Δελφικός Λόγος του ποιητή και συζύγου της Άγγελου Σικελιανού και, σίγουρα, η συνέπεια ανάμεσα στη διαπαιδαγώγησή της και τη γερμανική αισθητική που τη συμπλήρωσε, οδήγησαν τη Nelly’s το 1927 και το 1930 στους Δελφούς.
Καταφέρνει δε να είναι η αποκλειστική φωτογράφος των Β’ Δελφικών Εορτών. Εκεί, το γυναικείο αλλά και το ανδρικά σώμα, γυμνά ή ντυμένα, ανασταίνουν την αρχαία γλυπτική και ζωγραφική στο φυσικό τους χώρο. Οι παραστάσεις των αγγείων και αναγλύφων ξαναγεννιόνται φωτογραφικά μέσα από τους σχηματισμούς του χορού στις τραγωδίες του Αισχύλου, τους αθλητικούς αγώνες, τον πυρρίχιο, την τραγική φυσιογνωμία του Προμηθέα και τη δραματικότητα της αρχαίας μάσκας σε συνδυασμό με τη μαγεία και τη μυστικότητα του τοπίου. Η Nelly’s μετατρέπει το χορό σε ζωντανή ζωοφόρο, διδασκόμενη από το μάθημα της Εύας που, για να σχεδιάσει τις παραστάσεις αλλά και τα κοστούμια, ανατρέχει στις φιγούρες των αρχαίων ελληνικών αμφορέων.
Η Nelly’s θα φωτογραφήσει την ίδια την Εύα και τα κορίτσια του χορού σε κλασικές πόζες αρχαίων ελληνικών αναγλύφων και αγγείων. Οι φωτογραφίες αυτές θα κυκλοφορήσουν στη συνέχεια σε καρτ-ποστάλ, κάνοντας έτσι γνωστές τις Δελφικές Εορτές σε όλο τον κόσμο.

IV. Αρχαιότητες – Η Γεωμετρία του Ιερού Βράχου

Ο Ιερός Βράχος ήταν ανέκαθεν για τη Nelly’s ένα προσφιλές θέμα και μια συνεχής πηγή έμπνευσης. 0 Παρθενώνας και τα άλλα αρχαία μνημεία δεν ήταν, όμως, μόνον γι’ αυτήν ο χώρος, το “σκηνικό” όπου κινείται το σώμα. Μόνα τους αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο του φωτογραφικού της έργου. Η αγάπη για την αρχαία Ελλάδα με την οποία γαλουχήθηκε, η εξοικείωση με τα μνημεία της Μικράς Ασίας, η επαφή με τη Γερμανία και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική της, οι μνήμες των παιδικών χρόνων, η ανατροφή και η παιδεία της την έσπρωξαν, με μια αβίαστη φυσικότητα, σε μια φωτογραφική καταγραφή των αρχαίων ελληνικών μνημείων. Η πρόταση που της έγινε να γίνει η επίσημη φωτογράφος του Υπουργείου Τουρισμού διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό αυτή την καταγραφή.
Η Nelly’s φωτογράφησε τα αρχαία ελληνικά μνημεία με μεγάλη αγάπη και έντονη διεισδυτικότητα. Ίσως αυτός να είναι ο κατεξοχήν τομέας του έργου της, που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ανεπιφύλακτα πρωτοποριακό, όχι τόσο ως προς τη θεματολογία ή την τεχνική, αλλά ως προς την αντιμετώπιση του θέματος.
Η Nelly’s φωτογράφησε ένα μεγάλο αριθμό αρχαίων μνημείων. Είναι, όμως, φανερό ότι η Ακρόπολη και, ειδικότερα, ο Παρθενώνας υπήρξαν πάντα τα πιο αγαπημένα της “μοντέλα”. Οι περισσότερες φωτογραφίες του Παρθενώνα, ακόμα και του μεγάλου Boissonas, έχουν παρθεί από σκαλωσιές. Η Nelly’s, ίσως επειδή ήταν συνηθισμένη λόγω του μικρού της ύψους να βλέπει πολλά πράγματα με ανοδική προοπτική, θα ακολουθήσει και στην τέχνη της τη ματιά του επισκέπτη του μνημείου και θα το φωτογραφίσει από κάτω.
Η ματιά, όμως, αυτή θα πρέπει να επηρεάστηκε και από την πεποίθησή της άτι ο αρχαίος καλλιτέχνης, που μπόρεσε να αγγίξει ένα τόσο υψηλό σημείο δημιουργίας δεν μπορεί παρά να θέλησε και να όρισε τη συγκεκριμένη υψομετρική κλίμακα μνημείου – θεατή. Πρόθεση της Nelly’s ήταν όχι μόνο να τη σεβαστεί, αλλά και να την τονίσει. Όσον αφορά τώρα στη φωτογράφηση των επιμέρους στοιχείων και λεπτομερειών (κιονόκρανα, μετόπες, ζωφόρος), θα χρησιμοποιήσει “ανορθόδοξες” οπτικές γωνίες, όπως στην περίπτωση των Καρυάτιδων, που τις παρουσιάζει ιδωμένες από πίσω, προκαλώντας, σύμφωνα με τα λεγάμενά της, ένα Γερμανό ποιητή να γράψει μια ωδή βλέποντας τη συγκεκριμένη φωτογραφία.
V. Πορτραίτα – Παραλληλισμοί
Σ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της, διάρκεια εντυπωσιακή, αφού καλύπτει ενεργά σχεδόν πενήντα χρόνια, η Nelly’s έκανε πολλά πορτραίτα από τα οποία τα περισσότερα για λόγους βιοποριστικούς. Αυτά, όμως, δε σημαίνει ότι τόσο αυτά άσο και τα πορτραίτα ανθρώπων τυχαίων, εργατών, γεωργών, ζητιάνων, καλογέρων, δε χαρακτηρίζονται από τη συνήθη τεχνική, αλλά και αισθητική αρτιότητα.
Τoσο τα πρώτα πορτραίτα του Μεσοπολέμου όσο και τα πιο τελευταία της Νέας Υόρκης, όπως αυτά του “Ακρόπρωρου”, αυτά του στούντιο ή αυτά του Δημήτρη Μητρόπουλου, είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά και ανάλογα με την εποχή τους εκφράζουν και μια ζωγραφική “τάση”. Έτσι, άλλοτε έχουν στοιχεία του Συμβολισμού, άλλοτε του Ρεαλισμού και άλλοτε, πάλι, εκφράζουν μια σύγχρονη οπτική αντίληψη.
VI. Ελληνική Ύπαιθρος και Μοναστική Ζωή
Τα ταξίδια της ως φωτογράφου του Υπουργείου Τουρισμού Nellysτης έδωσαν τη δυνατότητα να διασχίσει την Ελλάδα και να αποτυπώσει με θαυμάσιο τρόπο την αγριότητα και την ομορφιά του τοπίου. Η ζωή στην ύπαιθρο και, ιδιαίτερα, ο ανδρικός και γυναικείος πληθυσμός των αγροτών κατά την εξάσκηση της εργασίας τους έγιναν τα προσφιλή θέματα της Nelly’s. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες ενδυμασίας αλλά και ηθών και εθίμων, όπως και η παρασκευή των τότε καθημερινών οικολογικών προϊόντων, έδωσαν αφορμή για κορυφαίες φωτογραφίες.
Στην περιδιάβαση της ελληνικής φύσης, η φωτογράφος έφθασε και στο Άγιο Όρος. Η αδυναμία της να φωτογραφήσει την άβατη για το γυναικείο φύλο περιοχή ανέδειξε στο πρόσωπο του σημαντικού πιανίστα και πιστού συντρόφου της ζωής της, Άγγελου Σεραϊδάρη, ένα σπουδαίο φωτογράφο, του οποίου οι φωτογραφίες εντάχθηκαν ισότιμα στο πλούσιο αρχείο της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, γενόμενες πρόσφατα και αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης και έκδοσης.

VII. Παραδοσιακά Επαγγέλματα

Σ’αυτά το κεφάλαιο ανήκουν φωτογραφίες που προέκυψαν από την ευρύτερη περιπλάνηση της Nelly’s στην Ελλάδα, η οποία έγινε στο
πλαίσιο της συνεργασίας της με το Υπουργείο Τουρισμού μέχρι το 1939. Αυτή η σειρά διέσωσε σαν καλλιτεχνικά αλλά και ιστορικά ντοκουμέντο την αποτύπωση του μόχθου εργατών, χειρωνακτών και τεχνιτών (σιδεράς, κωδωνοποιός, μαρμαράς) κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους για την κατασκευή αντικειμένων που σήμερα παράγονται ως επί το πλείστον μηχανικά.
VIII. Νέα Υόρκη
Το 1939, 1939 το Υπουργείο Τουρισμού αναθέτει στη Nelly’s τη διακόσμηση του Ελληνικού Περιπτέρου στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης. Η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τη βρίσκει με το σύζυγο και πολύτιμο συνεργάτη της Άγγελο Σεραϊδάρη στη Νέα Υόρκη. Έτσι, αρχίζει μια σχεδόν αναγκαστική εξορία που διήρκεσε είκοσι επτά χρόνια.
Στο νέο αυτό τόπο, τον τέταρτο κατά σειρά, μετά τη Μικρά Ασία, τη Γερμανία και την Ελλάδα, η Nelly’s ξεκίνησε από την αρχή. Αναπτύσσει γρήγορα σχέσεις με την Ελληνική Κοινότητα και με τη βοήθεια και τη στήριξη σημαντικών ανθρώπων που αναγνωρίζουν το έργο της, όπως η Ελεονόρα Ρούζβελτ, ο καθηγητής της στο φωτορεπορτάζ Μπρόντοβπς και ο Αριστοτέλης Ωνάσης, αποκτά και αμερικανική πελατεία. Η κοσμοπολίτικη συμπεριφορά της, αλλά και η γλωσσομάθεια και η αγωγή της την κάνουν εύκολα δεκτή στους υψηλούς Νεοϋρκέζικους κοινωνικούς κύκλους.
Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς της στη Νέα Υόρκη περιορίζεται, εκτός από μια σειρά απίστευτης ποιότητας πορτραίτων, σε φωτογραφίες κοινωνικών γεγονότων και στούντιο, που δεν έχουν παρά την αναμφισβήτητη ποιότητά της, την ένταση και τη δύναμη των φωτογραφιών του Μεσοπολέμου. Απλά καταγράφουν με αυταρέσκεια τη ζωή του πιο ευνοημένου τμήματος μιας ευημερούσας κοινωνίας. Όμως, η πόλη της Νέας Υόρκης έδωσε στη Nelly’s και τη δυνατότητα να καταγράψει σημαντικές στιγμές από την οικοδόμησή της και να αποτυπώσει στιγμιότυπα από την κίνηση των δρόμων και των πλατειών της.
Έτσι, με δύο σημαντικότατες φωτογραφικές σειρές, το “Easter Parade” και τους “Δρόμους”, κατάπληξε το νέο δάσκαλό της και απέδειξε ότι εκτός από το να εκτελεί παραγγελίες είναι σε θέση να δώσει μια νέα δυνατότητα ανάγνωσης της αρχιτεκτονικής, αλλά και της καθημερινότητας αυτής της μεγαλούπολης. Οι προοπτικές λήψεις, το παίξιμο με το φως και η πρωτότυπη σύνθεση στη σειρά “Easter Parade”, καθώς και οι οξείες προοπτικές, τα κοντράστς, οι διαγώνιες λήψεις για την καλύτερη απόδοση της δυναμικής αυτής της μοναδικής αρχιτεκτονικά πάλης στους “Δρόμους” δίνουν δύο σπουδαία δείγματα φωτογραφικής δουλειάς.
H φωτογράφος μπόρεσε και αντιμετώπισε αυτές τις δύο ενότητες ισότιμα με τις κορυφαίες δημιουργίες της του Μεσοπολέμου, προσθέτοντας στο σύνολο του έργου της εικόνες εξίσου μοναδικές με αυτές των μπαλαρίνων στη Γερμανία, των προσφύγων της Μικράς Ασίας, του αρχιτεκτονικού μοντέλου της αρχαιότητας και δίνοντας τη δική της εκδοχή για τη σύγχρονη αντίληψη και έκφραση ενός νέου κόσμου.
Nelly’s: μοντέρνα η κλασική;
Η καλλιτεχνική ταυτότητα της Nelly’s μοιάζει να επιβεβαιώνει την επικαιρότητα ενός ερωτήματος που τίθεται πολύ έντονα εκείνη την εποχή: μπορεί να είναι κανείς συγχρόνως κλασικός και μοντέρνος; 0 μοντερνισμός της Nelly’s κινείται περισσότερο στην προέκταση του l9ου αιώνα, με την έννοια ότι, παρά τη χρησιμοποίηση υπερμοντέρνων για την εποχή εκείνη τεχνικών και μηχανών (duxochrome, Zeiss, Contax, Leica), αισθητικά και θεματολογικά η τέχνη της επηρεάζεται πολύ από τις καλλιτεχνικές τάσεις και την ατμόσφαιρα που επικρατούν στη Γερμανία από τα τέλη του l9ου αιώνα μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει άτι παραμένει “καρφωμένη” σε ένα στείρο πλέον ακαδημαϊσμό ή μια ξεπερασμένη αισθητική. Δένδρο Η Nelly’s κινείται, εκμεταλλευόμενη το ανήσυχο πνεύμα της και την πρόοδο της τεχνολογίας, γύρω από έναν άξονα ο οποίος διατηρεί ζωντανά ακόμη κάποια χαρακτηριστικά του l9ου αιώνα, που ταιριάζουν με το ταμπεραμέντο και την αντίληψή της για το ωραίο. Έτσι, στοιχεία όπως ο λυρισμός (μην ξεχνάμε τον αρχικά στόχο της Nelly’s, τις σπουδές μουσικής και ζωγραφικής), η αναφορά στους αρχαίους πολιτισμούς, ο ύμνος της φύσης και η επανένταξη του ανθρώπου σ’ αυτή βρίσκουν στο πρόσωπο της Nelly’s όχι μόνο έναν ευαίσθητο δέκτη, αλλά και έναν ικανό καλλιτέχνη που τα ξεχωρίζει ως υγιή στοιχεία και αξεπέραστες αξίες και τα εντάσσει δυναμικά στην τέχνη του.
Είναι αλήθεια ότι η Αρχαία Ελλάδα βρήκε στη Γερμανία του προηγούμενου αιώνα την καλύτερη καλλιτεχνική της έκφραση. Ο απόηχος
της ακαδημαϊκής ζωγραφικής της Σχολής του Μονάχου, αλλά και η νεότερη Neue Kunst, με τον έντονο μυστικισμό αλλά και το καινούριο πρόσωπο, επιβίωναν ακόμη στην Αυστρία και τη Γερμανία του 1920 και ανταποκρίνονταν στα ιδανικά της νεαρής Μικρασιάτισσας.
Βέβαια, όλα αυτά ισχύουν για τη Δρέσδη, την πάλη που έζησε η Nelly’s για πέντε χρόνια και που, ως κοσμική και φιλότεχνη, βρίσκεται
αρκετά κοντά στις νέες καλλιτεχνικές ζυμώσεις που έχουν ήδη αρχίσει στο Βερολίνο και το Ντασσάου και θα αλλάξουν άρδην το πρόσωπο όχι μόνον της γερμανικής, αλλά και ολόκληρης της ευρωπαϊκής τέχνης.
Γεγονός είναι ότι η Nelly’s παρά την “κλασική” αντιμετώπιση των περισσοτέρων θεμάτων της, με εξαίρεση κάποιες φωτογραφίες που πραγματοποίησε στη Νέα Υόρκη και που παρουσιάζουν πολλά σύγχρονα στοιχεία ως προς την οπτική γωνία, τη δόμηση και τη δυναμική τους, δουλεύει με σπάνια επαγγελματική συνέπεια και πειραματίζεται συχνά, δίνοντας πάντα ένα τεχνικά άριστο και, ταυτόχρονα αισθητικό αποτέλεσμα.
Έτσι, παρά τις υποδείξεις του δασκάλου της Franz Fiedler —ο οποίος θεωρεί κάτι τέτοιο ακατόρθωτο— θα πραγματοποιήσει τρία έγχρωμα γυμνά σε bromoil, δημιουργώντας έτσι ένα σπανιότατο και μοναδικό ίσως δείγμα της τεχνικής αυτής, μια και το bromoil δουλευόταν αποκλειστικά σε μονοχρωμία
Επειδή γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο δομικός τύπος της σύνθεσης είναι προσωπική της ευθύνη, “χτίζει” την εικόνα βάσει μιας μεθοδολογίας που έχει η ίδια καθορίσει, στην οποία, κατά τη διάρκεια του τυπώματος, κάνει συχνή χρήση πολλαπλής φωτογραφικής μάσκας (dodging). Έτσι, επιτυγχάνει το συσχετισμό των οργανικών στοιχείων της φωτογραφίας, ασκεί “ασφυκτικό” έλεγχο οριοθετώντας το θέμα της και δημιουργεί με τον τρόπο αυτό ένα “πακετάρισμα” (cropping) που αναδεικνύει το δομικό τύπο της σύνθεσής της. Η αποδοχή, δε, του υποκειμενικού στοιχείου στην εικόνα την οδηγεί στην αναζήτηση της εσωτερικότητας του εκάστοτε θέματος και δε διστάζει ακόμη και να ανατρέψει τα πραγματικά δεδομένα, μετατρέποντας, λόγου χάρη, τον υλικό όγκο ενός σπιτιού στην εξοχή σε εστία άυλου φωτός.
Κατανοώντας το ρόλο του φωτός στο πλάσιμο της μορφής, του αναθέτει, επίσης, το ρόλο της ανάδειξης της βαθύτερης ουσίας της, παίρνοντας τα πρότυπά της από τη ζωγραφική. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργεί, για παράδειγμα, το περίφημο πορτραίτο του Δημήτρη Μητρόπουλου, υποχρεώνοντας το φως να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδρομή στο προφίλ του.
Μοιάζει οπαδός του Moholy Nagy ο οποίος το 1929 έλεγε: “Παρόλο που έχουν περάσει εκατό χρόνια από την ανακάλυψη της φωτογραφίας, μόλις τώρα αρχίζει να ανακαλύπτεται πραγματικά… Η φωτογραφία είναι μια φωτεινή εικόνα, που πρέπει να ανταποκριθεί στο βαθύ αίσθημα της εσωτερικής ζωής.”
Η Nelly’ s γνωρίζοντας ότι ο θεατής θα ταυτιστεί με τη θέση της, δεν τον ευαισθητοποιεί μόνο με τα θέματά της, αλλά του δημιουργεί ταυτόχρονα και απορίες. Του δίνει, λόγου χάρη, τη δυνατότητα να διαβάσει με διπλό τρόπο μια εικόνα, όπως στην περίπτωση των “Στηλών του Ολυμπίου Διός”, ανάλογα με τη σχέση της προς τον ορίζοντα.

Από τα έργα στη Ακρόπολη

Ειδικότερα για τις φωτογραφίες της Ακρόπολης, χρησιμοποιεί συγκεκριμένους δομικούς τύπους στις συνθέσεις της για την αναζήτηση της εσωτερικής γεωμετρίας του χώρου. Και οι τύποι αυτοί είναι άλλοτε ο στατικός με προβολή της σχέσης της οριζοντίου με την κατακόρυφη διάταξη, άλλοτε η ενσωμάτωση της διαγωνίου ως στοιχείου κίνησης και φυγής και άλλοτε, πάλι, η εννοιολογική ιεράρχηση των επιπέδων της εικόνας από εμπρός προς τα πίσω, καθώς και η διαλεκτική σχέση του εσωτερικού με το εξωτερικά που επιτυγχάνεται με τη χρήση του “παραθύρου” στο χτίσιμο της εικόνας.
Η διαδρομή από τη σκιά στο φως, όπου η πρώτη χρησιμοποιείται σαν αφετηρία, σαν διάδρομος ή άξονας εννοιολογικού συσχετισμού και το δεύτερο σαν κάθαρση, χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της δουλειάς της στην Ακρόπολη. Η διαδρομή στο φυσικά χώρο μετατρέπεται σε διαδρομή στο νοητό. Η Nelly’s συνθέτει συχνά με μια επαγωγική εννοιολογία κατά την οποία η έννοια του επόμενου πλάνου – θέματος προσδιορίζεται ακριβέστερα από την έννοια του προηγούμενου, αλλά και αντιστρόφως, σαν να θέλει να κορυφώσει τη σύνθεση όχι μόνο σε λύση, αλλά και σε ορισμό.
Για τη Nelly’s το υλικά είναι η άλλη πλευρά του άυλου. Έτσι, η ημίγυμνη Nikolska γίνεται μέρος της αλήθειας του κίονα, ενώ η σκιά της ενώνεται με τις ραβδώσεις του. Με αντίστοιχο τρόπο, η καλλιτέχνης φωτογραφίζει το γυμνό αθλητή —τον οποίο έχει στήσει έτσι ώστε να μας φέρνει στο νου το Σκεπτόμενο του Rodin —αντιμετωπίζοντάς τον ισότιμα με το ναό πίσω του.
Η Nelly’s ανήκει σαφώς στην προέκταση του Νεορομαντισμού, παρόλο που συχνά οι φωτογραφίες της παρουσιάζουν χαρακτηριστικά και του Συμβολισμού και του Νεορεαλισμού. Σε κάθε περίπτωση αυτά που βγαίνει ανάγλυφα είναι η αγάπη της για τον τόπο της και η προσπάθεια όχι να τον παρουσιάσει εξωραϊσμένο, αλλά να τον φωτογραφήσει έτσι που να αποδίδεται καλύτερα ο ιδιαίτερος διαχρονικός χαρακτήρας του στο πέρασμα των χρόνων. Αιωνόβια σήμερα η ίδια, είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ένα πλούσιο σε μέγεθος και γεγονότα έργο και να ταυτιστεί χρονικά με τον 20o αιώνα.
Είναι, όμως, το ίδιο το έργο της που δίνει την απάντηση στο ερώτημα: κλασική ή μοντέρνα; Πρόκειται σίγουρα για μια σημαντική κλασική Ευρωπαία φωτογράφο της οποίας το έργο παρουσιάζει κάποια στοιχεία πρωτοποριακά, που έχουν να κάνουν από τη δομική σύνθεση των φωτογραφιών της μέχρι τη δημιουργία ενός τύπου “φανταστικού μουσείου” των εικόνων που πρώτα η ίδια θέλησε να διατηρήσει. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ανήκει όχι μόνο στην ελληνική δημιουργία αλλά και στο διεθνή Μοντερνισμό. Πρωτίστως, όμως, ανήκει στον τόσο ιδιαίτερο εαυτό της.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Γιάννης Ανδρόνογλου: «Κάθε μουσικό είδος έχει τη δική του φιλοσοφία και κοσμοθεωρία...»


Ματζάνας Σ.
Aπο: www.avgi.gr
Άποψη απλή και λογική, τόσο που να είναι αυτονόητη η οποία όμως φαίνεται συχνά πολύ δύσκολο να συλληφθεί από πολλούς μουσικόφιλους αλλά ακόμα και μερικούς - λιγότερους από παλαιότερα ευτυχώς - λειτουργούς της μουσικής στη χώρα μας οι οποίοι επιμένουν να μετατρέπουν την επίσης λογική και προφανή διαπίστωση ότι «η μουσική είναι μια» σε...σοφιστικό επιχείρημα. Αυτό που εννοούμε είναι ότι προφανώς και η μουσική είναι μία αφού δημιουργείται από ανθρώπους, με μέσο κάποια όργανα και κάποιες αρχές και κανόνες που διέπουν τον ήχο που αυτά παράγουν.
Γιατί όμως ποτέ κανείς δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να διατυπώσει μιαν ανάλογη ταυτολογία, καθώς περί αυτού πρόκειται αν το σκεφτούμε καλύτερα, όπως για παράδειγμα «η λογοτεχνία είναι μία»; Μήπως επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να οδηγήσει σε αναίτιες και τελικά επιζήμιες γενικεύσεις που προκαλούν το λιγότερο σύγχυση, όπως για παράδειγμα ότι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μια βιογραφία και ένα βιβλίο σύγχρονης μυθοπλασίας είναι ένα και το αυτό; Γιατί προφανώς και δεν είναι, για τα δύο κοινά τους στοιχεία, ότι γράφτηκαν από έναν άνθρωπο και είναι τυπωμένα σε χαρτί, υπάρχουν πολλά περισσότερα που τα καθιστούν τρία εντελώς διαφορετικά αισθητικά αντικείμενα, από τη διαδικασία της δημιουργίας τους μέχρι και την πρόσληψη τους από τον δεκτη/αναγνώστη.
Η μουσική λοιπόν στη χώρα μας έχει υποφέρει ουκ ολίγον από αυτή την αρκούντως ισοπεδωτική θεώρηση της. Για να το θέσουμε απλούστερα πολύ διαφορετικοί άνθρωποι έφτιαξαν ένα παλαιό ρεμπέτικο και ένα σημερινό rock κομμάτι, υπό διαφορετικές συνθήκες, για διαφορετικούς σκοπούς, τα ενορχήστρωσαν και τα έπαιξαν με διαφορετικό τρόπο και τελικά απευθύνονται σε πολύ διαφορετικά ακροατήρια και όχι μόνο λόγω της χρονικής απόστασης. Και όλα αυτά ακόμα και αν υπάρχει μια, συνειδητή ή μη, συνθετική ομοιότητα μεταξύ τους καθώς οι νότες όντως είναι μόνον επτά και, στο δυτικό τονικό σύστημα τουλάχιστον, η όγδοη είναι μαθηματικά αναπόφευκτο να είναι η επανάληψη της πρώτης...
Το να πει λοιπόν ένας εραστής των ρεμπέτικων «αυτό το rock κομμάτι δεν μου αρέσει» είναι απολύτως θεμιτό, το αισθητικό κριτήριο είναι απολύτως υποκειμενική υπόθεση κάθε ανθρώπου. Μας εκνευρίζει όμως αφάνταστα να ακούμε από ανθρώπους με καλλιέργεια και παιδεία να λένε «αυτό το rock κομμάτι δεν είναι καλό γιατί δεν έχει αυτό και εκείνο που έχουν τα ρεμπέτικα», η θεώρηση αυτή όχι απλά δεν είναι δόκιμη αλλά αγγίζει τα όρια του παραλογισμού.
Η αποστροφή του τίτλου ανήκει στον Γιάννη Ανδρόνογλου ο οποίος επίσης την κάνει πράξη με τον τρόπο που υπηρετεί τη μουσική. O γεννημένος στα Γιαννιτσά νεαρός εκτελεστής της κλασικής κιθάρας πρέπει να ήταν κάτι ως «παιδί θαύμα» καθώς σε ηλικία μόλις δέκα τριών λάβαινε μέρος σε συναυλίες ορχηστρών μουσικής δωματίου. Αξιοποίησε και καλλιέργησε το ταλέντο του με λαμπρές σπουδές οι οποίες υπερέβησαν κατά πολύ το ωδειακό επίπεδο, είναι απόφοιτος του μουσικού τμήματος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, έχει κάνει μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ στην Αυστρία και εφέτος ξεκίνησε το διδακτορικό του στο ανάλογο τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Παρ’ όλη όμως την εντυπωσιακά ολοκληρωμένη μουσική παιδεία του, τις πολλές επιτυχημένες εμφανίσεις του στην Ελλάδα μα και στο εξωτερικό και τις ουκ ολίγες διακρίσεις που έχει αποσπάσει δεν δίστασε να επιστρέψει στην πόλη απ’ όπου κατάγεται και από το 2007 είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του δημοτικού ωδείου των Γιαννιτσών. Θεωρούμε τα παραπάνω ιδιαίτερα αξιοσημείωτα και σημαντικά για έναν παραπάνω λόγο, όσο αγαπητό και δημοφιλές όργανο είναι η κιθάρα σε όλες τις μορφές της και σε κάθε μουσικό χώρο η κλασική εκδοχή της - και παρά την πληθώρα σχετικών έργων - θεωρείται «δύσκολη» και περιορισμένου ενδιαφέροντος μουσική δραστηριότητα ακόμα και ανάμεσα στους κύκλους της ίδιας της κλασικής μουσικής, το κοινό μα κάποιες φορές ακόμα και τους λειτουργούς της. Ίσως να έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η τυπική τουλάχιστον συμφωνική ορχήστρα δεν την περιλαμβάνει στα όργανα της...
Αφορμή για αυτή τη συνέντευξη ήταν η κυκλοφορία πριν λίγο καιρό του πρώτου CD του Γιάννη Ανδρόνογλου που έχει τον τίτλο «Travelling». Είναι περιττό βέβαια να αναφερθούμε στο άριστο εκτελεστικό επίπεδο του δίσκου αφού ήταν το λιγότερο αναμενόμενο από έναν μουσικό τέτοιου ταλέντου. Το ενδιαφέρον όμως στην περίπτωση αυτή είναι ότι ο Γ. Α. επέλεξε από την αρχή ήδη μια δύσκολη οδό, μας αποκαλύπτεται δηλαδή και ως συνθέτης αφού όλα τα κομμάτια του δίσκου είναι γραμμένα από τον ίδιο.
Ως δημιουργός ακολουθεί σε γενικές γραμμές αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ισπανική σχολή» όσον αφορά στον χώρο της κλασικής κιθάρας, εκκινεί δηλαδή από παραδοσιακά ελληνικά μουσικά μοτίβα (κυρίως με προέλευση από τη Θράκη και γενικότερα από τη Βόρεια Ελλάδα) τα οποία εμπλουτίζει με δικά του στοιχεία, ορισμένα από αυτά θα λέγαμε ως και jazz προέλευσης, ενώ επίσης και η τεχνική του ως εκτελεστή είναι σε κάποιο βαθμό συγγενική με αυτή του flamenco. Πρόκειται για ένα όμορφο ακρόαμα που εκπληρώνει την επιδίωξη που θέτει ο τίτλος του και ταυτόχρονα κάνει πράξη αυτό που λέγαμε παραπάνω. Ο Γ. Α. δηλαδή αντιμετωπίζει, τόσο ως δημιουργός όσο και σαν εκτελεστής, σε αυτό το CD την κλασική κιθάρα ως ολοκληρωμένο, αυτόνομο μουσικό χώρο με τα δικά του πλαίσια και λειτουργία. Και ακριβώς επειδή κατέχει αμφότερα πολύ καλά επιτυγχάνει να φέρει αυτό τον χώρο πιο κοντά ακόμα και στον πλέον αμύητο, σύγχρονο ή και πολύ νέο ηλικία ακροατή...

* Ασχολείσαι με ένα είδος μουσικής - και μάλιστα μέσα από το συγκεκριμένο όργανο - το οποίο δεν θα έλεγα ότι ακριβώς ευδοκιμεί στην ελληνική περιφέρεια. Τί σε έκανε λοιπόν να επιστρέψεις στα Γιαννιτσά και να μη συνεχίσεις την πορεία σου σε ένα από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας; Αγαπάς τόσο πολύ τον γενέθλιο τόπο σου ή μάχεσαι έμπρακτα εναντίον της αστυφιλίας;

Σαφώς αγαπώ τον γενέθλιο τόπο μου εφόσον ζω και εργάζομαι σ’ αυτόν χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναπτύσσω την καλλιτεχνική μου δραστηριότητα στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη αλλά ακόμα και στο εξωτερικό. Θεωρώ ότι σε ολόκληρη την ελληνική περιφέρεια μπορεί και γίνεται αξιόλογο και ποιοτικό πολιτισμικό έργο και ο καθένας μας με τον τρόπο του μπορεί να συμβάλλει σε αυτό.

* Πώς είναι αλήθεια τα πράγματα από αυτή την πλευρά στην περιφέρεια στη δεδομένη χρονική συγκυρία; Πώς είναι το να υπηρετείς τον πολιτισμό και μάλιστα μια όχι και τόσο «εύκολη» εκδοχή του σε μια μικρή ελληνική πόλη εν έτει 2010 και ειδικά σε μια περίοδο με τρόικες, μνημόνια και οικονομική επιτήρηση της χώρας;

Όλα αυτά έχουν σχέση φυσικά με την καθημερινότητά μας και με την ποιότητα ζωής μας άλλα πιστεύω πως η ενασχόληση με τη μουσική και γενικότερα με την τέχνη έχει πολύ περισσότερο να κάνει με τις εσωτερικές αναζητήσεις και ανάγκες κάθε ανθρώπου.

* Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό που έκανες ήταν ιδιαίτερα τολμηρό και μάλιστα για το νεαρό της ηλικίας σου, αντί δηλαδή να επιλέξεις κάποια κομμάτια από την κάθε άλλο παρά μικρή κλασική κιθαριστική φιλολογία παρουσίασες ένα πρώτο CD με δικές σου συνθέσεις. Δεν φοβήθηκες μήπως θεωρηθεί ως κάποιο είδος νεανικής «αυθάδειας», ειδικά από τους κλασικούς/ακαδημαϊκούς μουσικούς κύκλους της χώρας;

Το «Travelling», όπως αναφέρω και στο σημείωμα που υπάρχει στο CD, αποτελεί κατάθεση της προσωπικής μου μουσικής άποψης σχετικά με την απόδοση θεμάτων και ρυθμών με την κλασική κιθάρα που έχουν ως πηγή έμπνευσης την ελληνική μουσική παράδοση και με απόλυτο σεβασμό προς αυτήν αλλά επίσης και προσωπικών μου μουσικών στιγμών. Είναι ένας δίσκος που απευθύνεται τόσο σε γνώστες και εραστές του ήχου της κλασικής κιθάρας όσο και σε αυτούς που δεν είναι, συνολικά σε όλο το φιλόμουσο κοινό. Σκοπός του είναι να «ταξιδέψει» τον ακροατή, διανοητικά τε και ψυχικά.

* Ποια πλευρά σε ενδιαφέρει περισσότερο, αυτή του εκτελεστή ή του συνθέτη; Ή μήπως τις θεωρείς απολύτως αλληλένδετες, με άλλα λόγια οι συνθέσεις σου γράφονται έχοντας ουσιαστικά κατά νου εσένα τον ίδιο ως αποκλειστικό ερμηνευτή;

Με ενδιαφέρει η πλευρά του εκτελεστή που ερμηνεύει και δικά του έργα. Πέραν των εκτελέσεων έργων άλλων συνθετών στις συναυλίες μου ένιωσα την ανάγκη να αποτυπώσω και να εκτελέσω και τις δικές μου μουσικές ιδέες. Αυτονόητο βέβαια ότι θα ήταν μεγάλη χαρά για εμένα να ακούσω τα έργα μου και από άλλους εκτελεστές.

* Εκτός από τα προφανή και αναγκαία ακούσματα σου από τον χώρο της κλασικής κιθάρας είναι φανερό ότι αγαπάς ιδιαίτερα και την παραδοσιακή μας μουσική. Ακούς άλλα είδη μουσικής, ελληνικά ή μη, π.χ. λαϊκό τραγούδι ή rock; Και αν ναι, θα σε ενδιέφερε να ασχοληθείς, να παίξεις κάποια από αυτά στο μέλλον;

Θεωρώ ότι η παραδοσιακή μας μουσική είναι βαθιά ριζωμένη στον καθέναν μας, κυλάει στο αίμα μας. Με αυτή την σκέψη συνέθεσα και τα συγκεκριμένα έργα. Ακούω όλα τα είδη μουσικής γιατί θεωρώ πως το κάθε είδος δίνει το δικό του μήνυμα και διακατέχεται από διαφορετική φιλοσοφία και κοσμοθεωρία. Ως σολίστ επίσης ερμηνεύω έργα πολλών διαφορετικών μουσικών ειδών, ισπανικά δηλαδή τύπου flamenco, latin jazz, κλασικά, avant garde αλλά και ethnic διαφόρων προελεύσεων.

* Πιστεύεις ότι έχεις δεχθεί κάποια ιδιαίτερη επιρροή στη σύνθεση των κομματιών αυτού του CD και, αν ναι, από ποιον ή ποιους;

Οι επιρροές μου προέρχονται από συνθέτες των οποίων έργα τους έχω ερμηνεύσει κατά καιρούς σε ρεσιτάλ μου καθώς και από διάφορα είδη μουσικής που ακούω.
Προσπαθώ να κατανοώ περισσότερο τη φιλοσοφία του κάθε συνθέτη που ερμηνεύω ή αντίστοιχα ακούω ίσως λιγότερο τη συνθετική εργασία του από τεχνικής άποψης. Ούτως ή άλλως, πέραν κάποιων τεχνικών συνθετικών αρχών, ο κάθε συνθέτης διαθέτει τα δικά του ξεχωριστά στοιχεία.

* Τέλος αρκετοί κλασικοί κιθαριστές στο εξωτερικό που κινούνται σε ένα σχετικά ανάλογο δημιουργικό ύφος με το δικό σου πειραματίζονται με τα όρια του μα και με τα δικά τους, εμπλουτίζοντας για παράδειγμα την ενορχήστρωση με άλλα όργανα, κλασικά ή και μη και κάποιες φορές φτάνοντας ακόμα και στο να χρησιμοποιούν οι ίδιοι άλλα είδη κιθάρας, π.χ. κλασική με ηλεκτρική ενίσχυση ή ακόμα και ηλεκτρική. Θα σε ενδιέφερε να δοκιμάσεις κάτι τέτοιο στο μέλλον ή ό χώρος προς εξερεύνηση που σου δίνει το όργανο σου και μόνο είναι απολύτως αρκετός για εσένα;

Θεωρώ πως οργανολογικά η κλασική κιθάρα παρέχει ένα αρκετά ευρύ πεδίο μουσικής εξερεύνησης και δράσης. Όσον αφορά στη σύνθεση και την ενορχήστρωση σκοπεύω να χρησιμοποιήσω και άλλα όργανα και χωρίς να περιοριστώ αποκλειστικά σε αυτά της συμφωνικής ορχήστρας, καθώς και να συνεργαστώ με μουσικούς από άλλους χώρους.

Θα τολμήσουμε να εικάσουμε λοιπόν ότι η συνέχεια προβλέπεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και φυσικά θα ευχηθούμε να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη μας...

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Έφυγε και η Κάτια Αντωνοπούλου

Έφυγε, στις 9 Οκτωβρίου, η συγγραφέας Κάτια Αντωνοπούλου. Η συγγραφέας άφησε πίσω της πλούσιο έργο, κυρίως ταξιδιωτικά βιβλία. Η ίδια είχε ζητήσει από τους οικείους της να μη δημοσιοποιήσουν την είδηση του θανάτου της αμέσως.
Σύμφωνα με επιθυμία της, αποτεφρώθηκε και η τέφρα της σκορπίστηκε στην αγαπημένη της Αστυπάλαια.
Μεταξύ των ταξιδιωτικών βιβλίων που συνέγραψε είναι: «Οι Ινδίες μου», «Χίλιες και μία νύχτες στο Πακιστάν», «Η κυρία Ουίλσον ταξιδεύει». Επιπλέον είναι η συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Μασάζ» και «Βιντεοκλίπ». Μετέφρασε πρώτη Μπόρχες στα ελληνικά και συγκεκριμένα το βιβλίο «Ιστορίες για τον Ερμή». Συνεργάστηκε με το περιοδικό «Γυναίκα», το «Βήμα της Κυριακής», την εφημερίδα τα Νέα («Πρόσωπα»), αλλά και με την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Τον τελευταίο χρόνο είχε αποκλειστική συνεργασία με το «Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.
Ήταν η μοναδική Ελληνίδα που το 1988 κατάφερε να μπει στο Αφγανιστάν επί ρωσικής κατοχής. Το 1992 βρέθηκε στην Καμπούλ, ενώ το 1997, εισήλθε ξανά στη χώρα με τη βοήθεια του ΟΗΕ.
Απο:www.in.gr