Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Τίτλοι τέλους για την Τασσώ Καββαδία

Η επονομαζόμενη και ως «κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου, η Τασσώ Καββαδία, απεβίωσε το Σάββατο σε ηλικία 89 ετών.
Η ηθοποιός γεννήθηκε στην Πάτρα το 1921, σπούδασε στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης όπου και πρωτοεμφανίστηκε στο έργο του Θόρντον Ουάιλντερ «η μικρή μας πόλη». Στο Θέατρο Τέχνης παρέμεινε έως και το 1958 παίζοντας σε έργα των Πιραντέλλο, Τέννεσι Ουίλλιαμς, Μπρεχτ, Λόρκα κ.α
Έλαβε μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές σειρές, ενώ ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και μετέφρασε πληθώρα λογοτεχνικών και θεατρικών έργων.
Τη λύπη της για το θάνατο της Τασσώς Καββαδία εξέφρασε η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. «Η μεγάλη ηθοποιός μέσα από τους ρόλους, τη θεατρική και κινηματογραφική της πορεία δημιούργησε το δικό της προσωπικό στυλ με το οποίο έχει καταγραφεί στη συλλογική λαϊκή μνήμη ως ξεχωριστή φυσιογνωμία. Ευγενής και ουσιαστική, εργατική και πολυπράγμων η Τασσώ Καββαδία θα παραμείνει αγαπητή διότι ήταν αληθινή», σημειώνει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο.
«Η Τέχνη και ο Πολιτισμός έχασαν μια πραγματική δημιουργό. Διότι, η Τασσώ Καββαδία υπηρέτησε με πάθος το θέατρο, τον κινηματογράφο, το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, ενώ εργάστηκε και ως δημιουργός στο ραδιόφωνο. Η προσφορά της απέσπασε την καθολική εκτίμηση. Η μνήμη της θα είναι παντοτινή», δήλωσε η ΝΔ.
Η κηδεία της θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη στις 11:00 το πρωί από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
ΠΗΓΗ: www.tvxs.gr

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

«Περί ποίησης» από τους Καλλιτέχνες Ενάντια στο Μνημόνιο


Επίκαιρα «ποιητικά» σχόλια διάβασαν οι καλλιτέχνες ενάντια στο Μνημόνιο, παρεμβαίνοντας κατά την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του υφυπουργού Πολιτισμού Τηλέμαχου Χυτήρη, «Τι μένει από το ρόδο», στο Μουσείο Μπενάκη στις 13 Δεκεμβρίου.


Ακολουθεί το κείμενο που διάβασαν οι καλλιτέχνες:
Κύριε υπουργέ. Εκλεκτοί φίλοι της ποίησης.
Η ποίηση ως γνωστόν "τα βάζει" αναιδώς με το ανεξήγητο.
Ανεξήγητα πράγματα: Πώς η ΝΕΤ μετατρέπεται σε χουντική ΥΕΝΕΔ; Πώς το κούρσεμα των ανθρώπων βαφτίζεται νοικοκύρεμα; Πώς το ράντισμα με φονικά χημικά 9.000 διαδηλωτών από 7.000 πραιτοριανούς στις 6 Δεκεμβρίου λέγεται αποκατάσταση της τάξης;
Πώς η φαινομενική πολυφωνία αποκρύβει μια ταξικά λογοκριμένη ενημέρωση; Πώς η κατοχική κυβέρνηση Παπανδρέου παραδίδει τα κλειδιά της χώρας στα αφεντικά της; Πώς η μείζων βαρβαρότης μπορεί να τροφοδοτεί ακόμα και την ελάσσονα ποίηση;
Πώς οι άνθρωποι "των γραμμάτων και των τεχνών" στοιχίζονται ακόμα, μοιραίοι και ευπειθείς, για να τσιμπολογήσουν από το ανεξάντλητο μνημονιακό σιτηρέσιο; Πώς η φοβική σιωπή των αμνών ακονίζει τα μαχαίρια των χασάπηδων;
Τηλεόραση. Τήλε: που σημαίνει "από μακριά". Τηλέμαχος: αυτός που δίνει τη μάχη από μακριά για να μην υπάρχει ενημέρωση. Και μ΄ αυτόν τον τρόπο τα χεράκια παραμένουν αιωνίως τρυφερά για να πλέκουν στιχάκια.
Πώς είναι ο τίτλος του καινούργιου πονήματός σας κύριε υπουργέ; " Τι μένει από το ρόδο"; Αφού θέλετε διακαώς να εμβαθύνετε στη φυτολογία, πολύ σύντομα θα υποχρεωθείτε να ασχοληθείτε και με ένα άλλο, συλλογικό πόνημα. Το " πίσω έχει η αχλάδα την ουρά".
Απο:www.tvxs.gr

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

«Κρυμμένος κώδικας» στα μάτια της Μόνα Λίζα


Το μυθιστόρημα του Νταν Μπράουν «Κώδικας Ντα Βίντσι» μπορεί να μην απέχει τελικά και πολύ από την πραγματικότητα, καθώς ιστορικοί τέχνης ανακάλυψαν μικροσκοπικούς αριθμούς και γράμματα στα μάτια της αινιγματικής Μόνα Λίζα.
Το 500 ετών αριστούργημα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι αποτελεί μυστήριο αρκετό καιρό τώρα. Ακόμη και σήμερα, η πραγματική ταυτότητα της γυναίκας με το γοητευτικό χαμόγελο παραμένει αβέβαιη.
Μέλη της ιταλικής Εθνικής Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποκάλυψαν πως μεγεθύνοντας υψηλής ανάλυσης φωτογραφίες των ματιών της Μόνα Λίζα, μπορούν να εντοπιστούν γράμματα και αριθμοί. «Στο γυμνό μάτι τα σύμβολα δεν είναι ορατά, αλλά με μεγεθυντικό φακό φαίνονται ξεκάθαρα», εξηγεί ο Σιλβάνο Βινσέντι, πρόεδρος της Επιτροπής.
Στο δεξί μάτι φαίνεται να αποτυπώνονται τα γράμματα LV, τα οποία μπορεί να αποτελούν τα αρχικά του ονόματος του καλλιτέχνη, ενώ στο αριστερό μάτι υπάρχουν σύμβολα, που δεν είναι όμως τόσο προσδιορίσιμα. «Είναι πολύ δύσκολο να τα καθορίσουμε καθαρά, αλλά φαίνεται να είναι τα γράμματα CE ή μπορεί να είναι το γράμμα B – πρέπει να θυμόμαστε ότι ο πίνακας είναι σχεδόν 500 ετών, συνεπώς δεν είναι τόσο ξεκάθαρος όσο όταν πρωτοζωγραφίστηκε».
Ο Βινσέντι, που ταξίδεψε στο Παρίσι για να εξετάσει τον πίνακα στο μουσείο του Λούβρου, εξηγεί ότι η έρευνα της υπόθεσης ξεκίνησε όταν ένα άλλο μέλος της Επιτροπής, ο Λουίτζι Βόρτζια ανακάλυψε ένα μουχλιασμένο βιβλίο σε ένα κατάστημα με αντίκες. Ο 50χρονος τόμος περιγράφει το πώς τα μάτια της Μόνα Λίζα είναι γεμάτα σύμβολα και σημάδια. «Βρισκόμαστε μόλις στην αρχή της έρευνας και ελπίζουμε να εισχωρήσουμε βαθύτερα στο μυστήριο και να αποκαλύψουμε περισσότερες λεπτομέρειες όσο νωρίτερα γίνεται», δήλωσε ο Βινσέντι.
«Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κανείς δεν έχει προσέξει στο παρελθόν αυτά τα σύμβολα και ήδη από την αρχή της έρευνας ήμασταν σίγουροι ότι δεν είναι τυχαία, αλλά ζωγραφίστηκαν από τον ίδιο τον καλλιτέχνη».
Ο Βινσέντι είναι μέλος της ομάδας που ζητά από τις γαλλικές αρχές την άδεια να εκταφιαστεί η σορός του Ντα Βίντσι, επιθυμώντας να εξετάσει το κρανίο του - αν υφίσταται ακόμη. Εάν υπάρχει, θέλει να προσπαθήσει να επαναδημιουργήσει το πρόσωπό του και να διαπιστώσει αν η Μόνα Λίζα αποτελεί αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη, όπως θεωρείται από πολλούς. Ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Ντα Βίντσι ήταν ομοφυλόφιλος και πως η αγάπη του για τους γρίφους τον οδήγησε να ζωγραφίσει τον εαυτό του ως γυναίκα.
Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι η Μόνα Λίζα είναι η Λίζα Γκεραρντίνι, η γυναίκα του Φλωρεντιανού εμπόρου ή ακόμη και η μητέρα του καλλιτέχνη.
«Ο Ντα Βίντσι έδινε ιδιαίτερη σημασία στη Μόνα Λίζα και γνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του κουβαλούσε τον πίνακα μαζί του όπου πήγαινε. Ξέρουμε επίσης ότι ο Ντα Βίντσι ήταν πολύ εσωτεριστικός και χρησιμοποιούσε σύμβολα στα έργα του για να περνάει μηνύματα. Έχουμε εξετάσει και άλλους πίνακες χωρίς να βρούμε παρόμοια σύμβολα ή γράμματα».
«Το ερώτημα πλέον είναι τί σημαίνουν... Είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι το LV είναι η υπογραφή του, αλλά οι άλλοι αριθμοί και γράμματα; Ποιος ξέρει... μπορεί να είναι και ένα ερωτικό μήνυμα προς το πρόσωπο που απεικονίζεται στον πίνακα».
Aπο:www.tvxs.gr

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Στην ταινία «Άπνοια» το βραβείο Κοινού του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης


Η ταινία «Άπνοια» του Άρη Μπαφαλούκα (Ελλάδα, 2010) απέσπασε το βραβείο Κοινού FISCHER του Διεθνούς Διαγωνιστικού τμήματος του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Το βραβείο συνοδεύεται από το χρηματικό έπαθλο των 3.000 ευρώ.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Ζάππειο Εκθεση με 108 έργα Ελλήνων ζωγράφων

Το έργο με την υψηλότερη τιμή εκκίνησης της δημοπρασίας είναι του Κωνσταντίνου Βολανάκη (1837-1907) "Ιστιοφόρο και ατμόπλοιο"
Το έργο με την υψηλότερη τιμή εκκίνησης της δημοπρασίας είναι του Κωνσταντίνου Βολανάκη (1837-1907) "Ιστιοφόρο και ατμόπλοιο"
Εκτίθενται από σήμερα μέχρι και την Πέμπτη στο Ζάππειο Μέγαρο με ελεύθερη πρόσβαση για το κοινό 109 έργα Ελλήνων ζωγράφων, στο πλαίσιο της δημοπρασίας Ελληνικής Ζωγραφικής του οίκου «Βέργος» που θα πραγματοποιηθεί τον ίδιο χώρο
στις 10 Δεκεμβρίου.

Στα έργα της Δημοπρασίας συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων ένα σπάνιο θεματικό έργο του Σπύρου Βασιλείου, η «Σπιναλόγκα».

Ο Βασιλείου εμπνεύστηκε στη δεκαετία του '70 από την ενέργεια του τοπίου έναν δυναμικό σε χρώματα πίνακα που εκφράζει όλη τη συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί το νησί στους επισκέπτες του.

Η δημοπρασία περιλαμβάνει έργα Ελλήνων ζωγράφων από τον 19ο αιώνα μέχρι και την προηγούμενη δεκαετία, καλύπτοντας έτσι μια σημαντική χρονική περίοδο της ελληνικής ζωγραφικής.

Το έργο με την υψηλότερη τιμή εκκίνησης της δημοπρασίας είναι του Κωνσταντίνου Βολανάκη (1837-1907) "Ιστιοφόρο και ατμόπλοιο" με τιμή 60.000-80.000 ευρώ και ακολουθεί το έργο του Παύλου (γ.1930) "Baroque" με τιμή 50.000-70.000 ευρώ, ενώ
συνολικά περιλαμβάνονται έργα περισσοτέρων από 60 ζωγράφων με μεγάλο εύρος τιμών που ξεκινούν από 3.000 ευρώ.

Στα σημαντικότερα έργα της δημοπρασίας περιλαμβάνονται επίσης: ο "?γιος Σεβαστιανός" του Τσαρούχη, το "Ομηρικό ακρογιάλι" του Γεράσιμου Στέρη, το ιστορικό "Εσωτερικό με καθρέφτες" του Δημήτρη Μηταρά, η προσωπογραφία γυναίκας"
του Γιάννη Μόραλη κα.

Ζωγράφοι των οποίων έργα περιλαμβάνονται στη δημοπρασία είναι με αλφαβητική σειρά οι: Αγγελίδου Δ., Ακριθάκης Α., Αργυρός Ου., Βακιρτζής Γ., Βασιλείου Σ., Βολανάκης Κ., Βυζάντιος Π., Γαΐτης Γ., Γεραλής Α., Γερμενής Β., Γεωργάς Μ., Γαλλινάς Α., Γκίκας Ν. Χατζηκυριάκος, Γουναρόπουλος Γ., Δερπάπας Γ., Διαμαντόπουλος Δ., Δρούγκας Α., Ζούνη Ό., Θεόφιλος, Θεοφυλακτόπουλος Μ., Θωμόπουλος Ε., Κανιάρης Β., Καράς Χ., Κεσσανλής Ν., Κοκκινίδης Δ., Κόττης Γ., Κοψίδης Ρ., Κρυστάλλης Α., Λάππας Γ., Μακρουλάκης Μ., Μανωλίδης Θ., Μαυροΐδης Γ., Μόραλης Γ., Μποκατσιάμπης Β., Μπότσογλου Χρ., Μυταράς Δ., Νικολάου Ν., Παπαλουκάς Σ., Παύλος, Πεντζίκης Ν. Γ., Πιερράκος Α., Ποταμιάνος Χ., Πράσινος Μ., Σακαγιάν Ε., Σάμιος Π., Σαχίνης Ν., Σόρογκας Σ., Σπαθάρης Σ., Σπεράντζας Β., Σπυρόπουλος Γ., Στέρης Γ., Τάκης, Τέτσης Π., Τσαρούχης Γ., Τσίγκος Θ., Τσόκλης Κ., Φασιανός Α., Χρύσα, Ψυχοπαίδης Γ., Barkoff A., Bonirote P..

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Το φεστιβάλ των 700 ευρώ

51_tiff_poster.jpg

Δυστυχώς, το σημαντικότερο γεγονός της πρώτης ημέρας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου ήταν η διαμαρτυρία των περσινών εργαζομένων, που εδώ και ένα χρόνο παραμένουν απλήρωτοι.
Το δυστυχές γεγονός φυσικά δεν είναι η διαμαρτυρία των εργαζομένων, αλλά η συγκλονιστική αδιαφορία της διοίκησης. Γιατί όταν 300 άνθρωποι δεν έχουν πληρωθεί για τη δουλειά τους, χάρη στην οποία το Φεστιβάλ υπάρχει και λειτουργεί, δεν γίνεται να το ξεπεράσεις έτσι εύκολα και να ασχοληθείς με τις ταινίες. Πόσο μάλλον όταν οι άνθρωποι αυτοί συναντιώνται, κινητοποιούνται και παρεμβαίνουν στο Φεστιβάλ διεκδικώντας το αυτονόητο.
Η "λιτή", όπως χαρακτηρίστηκε από τους διοργανωτές, τελετή έναρξης σήμερα, χαρακτηρίστηκε έτσι από τη διαμαρτυρία των "απλήρωτων". Πρόκειται για 300 περίπου εργαζομένους της περσινής διοργάνωσης, οι οποία εργαζόταν με συμβάσεις χρόνου ή έργου, είτε απευθείας στο Φεστιβάλ, είτε σε διάφορες υπεργολαβίες. Το Φεστιβάλ τους χρωστά από πέρσι συνολικά γύρω στις 600.000 ευρώ. Το χειρότερο όμως δεν είναι η καθυστέρηση, αφού αυτή είναι -δυστυχώς- αναμενόμενη κάθε χρόνο (οι αντίστοιχοι εργαζόμενοι του προπέρσινου φεστιβάλ για παράδειγμα πληρώθηκαν ένα χρόνο πάλι μετά). Ακόμα περισσότερο, οι εργαζόμενοι φοβούνται πια ότι υπάρχει κίνδυνος τα λεφτά να τα χάσουν, ή τέλος πάντως να μείνουν ως αιώνια εκκρεμότητα: όπως λεει και το γνωστό ρητό για τους κάθε λογής συμβασιούχους, μπλοκάκηδες κοκ "τα λεφτά να τα χάσεις, δεν τα χάνεις, αλλά να το πάρεις, δεν τα παίρνεις"...

Απο:www.alterthess.grΗ προηγούμενη διοίκηση του Φεστιβάλ άφησε πίσω της ένα χρέος που ξεπέρασε τα 6 εκατομύρια: ανάμεσά τους και οι αμοιβές των συμβασιούχων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των εργαζομένων, με βάση τις σχετικές απαντήσεις του Διευθυντή του Φεστιβάλ, η νέα διοίκηση κάλυψε 1 εκ. από τα χρέη, δίνοντας όμως προτεραιότητα σε άλλες, παλιότερες υποχρεώσεις. Επίσης, εξασφάλισε μέχρι τώρα επιχορήγηση ενός εκατομυρίου από το Υπουργείου Πολιτισμού και άλλου 1,5 από άλλες πηγές, τα οποία όμως διατέθηκαν για τη φετινή διοργάνωση. Έτσι, οι εργαζόμενοι έμειναν με την απάντηση ότι "λεφτά δεν υπάρχουν".
Μέσα στον κυνισμό της κρίσης, αρχίζουμε να συνηθίζουμε τόσο πολύ στις απολύσεις, τα απλήρωτα δεδουλευμένα, τις δωρεάν υπερωρίες κοκ, που μοιάζει πια "δευτερεύον" να χρωστά κάποιος εργοδότης 500, 700 ή 2.000 ευρώ σε έναν εργαζόμενο, (τόσα έχουν να λαμβάνουν οι περισσότεροι από τους 300 εργαζόμενους). Όμως, δεν είναι. Ένα πόσο ίσο με το βασικό μισθό σήμερα, λείπει πραγματικά πολύ, ειδικά από ανθρώπους που αναγκάζονται να αναζητούν τέτοιες περιστασιακές εργασίες για να τα βγάλουν πέρα. Η διοίκηση του Φεστιβάλ, "έχει" ή "δεν έχει" χρήματα, κανονικά δεν δικαιούταν να κηρύξει την έναρξη πάνω στις πλάτες απλήρωτων εργαζομένων. Δεν ξεκινάς έτσι μια "γιορτή", πόσο μάλλον όταν διακυρήσσεις ότι είναι αφιερωμένη στον ανεξάρτητο κινηματογράφο και τους νέους δημιουργούς...
Παρόλα αυτά το έκανε και έτσι η πρώτη ημέρα του Φεστιβάλ μας άφησε μια πολύ πικρή γεύση. Γεύση, που επιβεβαιώθηκε και από την εικόνα των χώρων του Φεστιβάλ. Ο χώρος του Ολύμπιον, που φιλοξενούσε την Τελετή Έναρξης ήταν ζωσμένης με αστυνομικούς από νωρίς το απόγευμα, ενόψει της διαμαρτυρίας των εργαζομένων. Όταν μάλιστα αυτοί έφτασαν στην πόρτα, ανέρτησαν πανό και φώναξαν συνθήματα, ενώ οι "υψηλοί καλεσμένοι" της Τελετής, αναγκάστηκαν να εισέλθουν από την πίσω πόρτα, εκτυλίχθηκαν κινηματογραφικές σκηνές (μάλλον παρωδίας), με μια ολόκληρη διμοιρία αστυνομικών να μπαινοβγαίνει στο Ολύμπιον από μια πλαϊνή πορτούλα. Η διαμαρτυρία κράτησε για μία περίπου ώρα, ενώ ταυτόχρονα πανό ανέρτησαν και σκηνοθέτες, διαμαρτυρόμενοι για το νόμο Γερουλάνου για τον κινηματογράφο.
Στους υπόλοιπους χώρους του Φεστιβάλ στο λιμάνι, η εικόνα δεν ήταν περισσότερο ενθαρρυντική, αφού ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε. Οι περισσότερες αίθουσες βέβαια γέμισαν, αν και όχι ασφυκτικά. Είναι σίγουρα νωρίς για συμπεράσματα, η αυριανή εικόνα θα δείξει σίγουρα πολύ περισσότερα.
Είναι επίσης νωρίς να μιλήσουμε για τις ταινίες. Άλλωστε, σήμερα μόλις είχε ο περισσότερος κόσμος την ευκαιρία να δει το πρόγραμμα. Σίγουρα, αυτό φαίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον από το περσινό. Ειδικά το τμήμα των "Ανοιχτών Οριζόντων", που αποτελεί και την προσωπική επιλογή του νέου Διευθυντή Δημήτρη Εϊπίδη, όπως και οι ανανεωμένες, και σαφώς πιο κοντά στον αρχικό τους προσανατολισμό, "Μέρες Ανεξαρτησίας". Τα δυο διαγωνιστικά, ελληνικό και διεθνές, όπως και οι "Ματιές στα Βαλκάνια" με μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι έχουν λιγότερες, αλλά μάλλον πιο ενδιαφέρουσες ταινίες.
Εκείνο όμως που θέλουμε να σημειώσουμε από την πρώτη κιόλας ημέρα, είναι το αφιέρωμα στα Κροάτικα Κινούμενα Σχέδια, μέρος του βαλκανικού τμήματος. Σήμερα προβλήθηκε το πρώτο μέρος, αποτελούμενο από μικρές ταινίες, γυρισμένες στα τέλη του '50 και στις αρχές του '60. Εξαιρετικά σενάρια που πιάνουν με συγκεκριμένο τρόπο ζητήματα όπως το εμπόρευμα, το χρήμα, οι σχέσεις, ο πόλεμος, σκίτσα απλά και δυνατά, χιούμορ και εικαστική ομορφιά, συνθέτουν κάτι που δεν μοιάζει με αυτά που γνωρίσαμε ως κινούμενα σχέδια τις επόμενες δεκαετίτες στη δύση.

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Έφυγε από τη ζωή ο ηθοποιός Γιώργος Φούντας

Στα 85 του χρόνια έφυγε από τη ζωή ο ηθοποιός Γιώργος Φούντας. Το τελευταίο διάστημα ο ηθοποιός νοσηλευόταν στο νοσοκομείο των Αθηνών, καθώς έπασχε από Αλτσχαϊμερ. Η κηδεία του θα γίνει την ερχόμενη Τρίτη, στις 11:00 το πρωί στο Α΄Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε το 1924, στο Μαυρολιθάρι Παρνασσίδας, στην Φωκίδα και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών.
Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1944 στην ταινία «Χειροκροτήματα» του Γ. Τζαβέλα και σχεδόν μια δεκαετία αργότερα ενσάρκωσε τον ρόλο του Μίλτου στην «Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο στο έργο «Νυφιάτικο Τραγούδι».
Έπαιξε επίσης σε μερικές από τις ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφους όπως η «Μαγική Πόλη» του Ν. Κούνδουρου και τα «Κόκκινα Φανάρια» του Β.Γεωργιάδη, καθώς και στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν.
Στην τηλεόραση έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1975 συμμετέχοντας στη μεταφορά στη μικρή οθόνη του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ν. Καζαντζάκη.
Βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τις χρονιές 1966 και 1967 για την ερμηνεία του στις ταινίες «Με την Λάμψη στα Μάτια» και «Πυρετός στην Άσφαλτο».
Aπο:www.tvxs.gr

«Για να σωθεί η ιδέα της τέχνης χρειάζονται ελεύθεροι καλλιτέχνες» λέει ο Γ.Κουνέλης

Διάλεξη στο Megaron Plus

Ο εικαστικός Γιάννης Κουνέλης
Ο εικαστικός Γιάννης Κουνέλης   (Φωτογραφία:  Αρχείο ΔΟΛ )

«Για να σωθεί σήμερα η ιδέα της τέχνης χρειάζονται ελεύθεροι καλλιτέχνες, εκτός χρηματιστηρίου, που θα πουν με θάρρος "όχι". Που θα δώσουν μια νέα ιδέα στην ποιητική δημιουργία, όπως συνέβαινε παλιά στην Μονμάρτη» τόνισε ο Γιάννης Κουνέλης, απαντώντας στις ερωτήσεις της εικαστικού Κατερίνας Ζαχαροπούλου, σε εκδήλωση που έγινε την Παρασκευή στο Μegaron Plus.

«Ποιον καλλιτέχνη θέλουμε; Αυτόν του χρηματιστηρίου ή τον άλλον που ζει όπως ο Bacon, στους νυχτερινούς δρόμους, με ύποπτες φιλίες;» αναρωτήθηκε ο διεθνής Έλληνας εικαστικός, που με το ριζοσπαστικό του έργο, από τα «ταπεινά» υλικά της Arte Povera, μετέτρεψε την ακαδημαϊκή αντίληψη του χώρου σε λαϊκό τοπίο.

«Την τέχνη την βρίσκεις στο δρόμο» είπε με έμφαση ο Γιάννης Κουνέλης.

«Στη δουλειά μου δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στο έργο και στον χώρο. Η τέχνη συνυπάρχει με τη ζωή, όπως το μοντέρνο συνυπάρχει με το αρχαίο» πρόσθεσε.

Για την ουμανιστική δύναμη που εκπέμπει το έργο του, απάντησε στην συνομιλήτρια του: «Ο ουμανισμός τις τελευταίες δεκαετίες βρίσκεται σε κρίση. Απαιτεί πάντα ένα μέτρο κι αυτό βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας: είναι ο Παρθενώνας. Κι αυτό είναι το μέλλον δεν είναι το παρελθόν».

Με μέτρο τις ίδιες πάντα ανθρώπινες διαστάσεις, ο Γιάννης Κουνέλης, επιστρέφει αυτή την περίοδο καλλιτεχνικά, στο ανθρώπινο σώμα, μέσα από μια ενότητα με τα θρυλικά του «παλτά», που εκθέτει στην γκαλερί Μπερνιέ- Ηλιάδη, στο Θησείο.

Πάνω σε καμβά διαστάσεων διπλού κρεβατιού σε σιδερένιο πλαίσιο, ο καλλιτέχνης αποτυπώνει το παλτό του, χωρίς πινέλο, χωρίς κανένα περιθώριο για διορθώσεις, σαν μια προέκταση του ανθρώπινου σώματος και το αφήνει να ξεκουραστεί, να τεντωθεί, να κουλουριαστεί, να ταξιδέψει. Το παλτό του Γιάννη Κουνέλη, υπαινίσσεται την απουσία, τον μόχθο, την επιστροφή. Το συναντάμε στην τέχνη του «σαν ένα σημάδι σε έναν δρόμο επιστροφής», όπως είπε η Κατερίνα Ζαχαροπούλου.

Γεννημένος στον Πειραιά το 1936, ο Γιάννης Κουνέλης έφυγε στην ηλικία των 20 χρόνων για την Ιταλία, αφού προηγουμένως δεν έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης και εγκαταστάθηκε εκεί για πάντα.

Μετά την ιστορική πρώτη εμφάνιση της Αrte Povera στην Γένοβα το 1967, με την παρουσία δώδεκα ζωντανών αλόγων δεμένων στους τοίχους της γκαλερί, η φήμη του εδραιώθηκε και συμμετείχε στις μεγαλύτερες διεθνείς εικαστικές διοργανώσεις.

«Η δική μου γενιά έφυγε από τα σύνορα, βγήκε έξω από το κάδρο, είχε πολλά όνειρα για την ζωή και την τέχνη. Θέλαμε με τις ιδέες μας ν΄ αλλάξουμε τον κόσμο. Είμαστε Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, γαλουχημένοι με αυτή την ιδέα και όχι την ιδέα του χρηματιστηρίου» είπε ο Γιάννης Κουνέλης.

Απο: www.in.gr

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Κυριακή 28 Νοέμβρη οι Sweet Delay σας περιμένουν στο Miles Away στο Θησείο!

Την Κυριακή 28 Νοέμβρη οι Sweet Delay σας περιμένουν στο Miles Away στο Θησείο! Με φθινοπωρινή διάθεση και πολύ κεφάτο πρόγραμμα για να περάσουμε όλοι μαζί ένα όμορφο βράδυ Κυριακής!

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ


Οι Sweet Delay:

Αλκμήνη Χατζηνάσιου: Τραγούδι & Κρουστά

Γιάννης Παπαχατζής: Τραγούδι & Κιθάρα

Μάριος Παπαδόπουλος: Πλήκτρα

Θάνος Βρεττός: Κιθάρες & Κρουστά

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Nelly’s, η φωτογραφική ιστορία ενός αιώνα

Απο: 24grammata

σε συνεργασία με τον έγκυρο ιστότοπο www.aspromavro.net

γράφει η Κατερίνα Κοσκινά

Η Έλλη Σουγιουλτζόγλου – Σεραϊδάρη, η φωτογράφος Nelly’s, όπως συνηθίζεται πια να αποκαλείται χρησιμοποιώντας ως όνομα την αγγλική εκδοχή της καλλιτεχνικής της υπογραφής, γεννήθηκε πριν έναν περίπου αιώνα στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας.
Έξι ετών, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο ελληνικά σχολείο. Τον Ιούλιο του 1919 έζησε την ολέθρια καταστροφή της ελληνικής πάλης του Αϊδινίου από τα τουρκικά στρατεύματα. Η οικογένειά της κατόρθωσε να διαφύγει και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, απ’ όπου η Nelly’s έφυγε την επόμενη χρονιά για τη Δρέσδη της Γερμανίας, προκειμένου να σπουδάσει μουσική και ζωγραφική. Το Σεπτέμβριο του 1922, ενώ βρισκόταν εκεί, πληροφορήθηκε τον εμπρησμό της Σμύρνης και τη σφαγή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους.
Η οικογένειά της ήταν απ’ αυτές που διέφυγαν και μετοίκησαν στην Ελλάδα, την οποία η Nelly’s πρωτοεπισκέφθηκε το 1924, επιστρέφοντας από τη Γερμανία, αφού είχε πλέον ολοκληρώσει τις σπουδές της στη φωτογραφία και αποφασίσει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα.
Ενώ, λοιπόν, είχε ξεκινήσει για να σπουδάσει ζωγραφική, η Nelly’s στράφηκε τελικά στη φωτογραφία λόγω των νέων δύσκολων γι’ αυτήν συνθηκών, στοχεύοντας σ’ ένα ταχύτερο τρόπο επαγγελματικής αποκατάστασης και οικονομικών απολαβών. Έτσι, ελκύεται από
το Oldruck και το bromoil, παλιές φωτογραφικές τεχνικές που της έδιναν τη δυνατότητα να δει στη φωτογραφία όχι μόνο το μέσον που αποδίδει με ρεαλιστική σαφήνεια την πραγματικότητα, αλλά και μία μέθοδο έρευνας και έκφρασης της σχέσης της με τον κόσμο που την περιβάλλει. Άλλωστε, αυτές οι ίδιες τεχνικές της επέτρεπαν να εφοδιάζει τα θέματά της με μια πικτοριαλιστική διάσταση που κάλυπτε εν μέρει τις ζωγραφικές της ανησυχίες.
Η Nelly’s δούλεψε σχεδόν σε όλη της την καριέρα κατά θέματα, σε φωτογραφικές ενότητες, άλλοτε για λογαριασμό της και άλλοτε κατόπιν παραγγελίας κυρίως του Υπουργείου Πολιτισμού. Ο θεματικός διαχωρισμός των φωτογραφιών κατά τίτλους δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει μια μικρή δόση αυθαιρεσίας, αφού η ίδια δεν έδωσε στην πραγματικότητα τίτλους παρά μόνο σε τρεις – τέσσερις ενότητες.
Παρ’ όλ’ αυτά, η μελέτη του έργου της και η αρχειοθέτηση του υλικού της επιβάλλουν ένα σχεδόν αναγκαστικό διαχωρισμό κατά θέματα, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι συνοπτικός στο συνοδευτικά κατάλογο μιας έκθεσης.
I. Προσφυγικοί καημοί – Παλιά Αθήνα
Η Nelly’s άνοιξε το πρώτο της στούντιο στην Ελλάδα το 1925. Προσφυγικοί καημοίΆριστα εξοπλισμένη με τις καλύτερες μηχανές της εποχής, επαγγελματίας πια φωτογράφος άρχισε να περιδιαβαίνει και να φωτογραφίζει την πόλη των Αθηνών και ιδιαίτερα τις λαϊκές γύρω από την Ακρόπολη συνοικίες, όπως η Πλάκα. Οι πρώτες αυτές φωτογραφίες, που εντυπωσιάζουν με την ταπεινότητα των θεμάτων τους, μαζί με τις λίγες φωτογραφίες των εξαθλιωμένων προσφύγων, που μετά την Τουρκική εκδίωξή τους από τη Μικρά Ασία
εγκαταστάθηκαν σε παραπήγματα, αποτέλεσαν ένα κορυφαίο κεφάλαιο στο φωτογραφικό της έργο, ιδιαίτερα πλούσιο σε bromoils.
0 φακός της Nelly’s αποτύπωσε σε όλο το μέγεθός τους τη δυστυχία και την ανθρώπινη εξαθλίωση που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα και τα σώματα των προσφύγων. Ιδιαίτερα ευαίσθητη στον πόνο τους, όντας και η ίδια πρόσφυγας, προσπάθησε να αποδώσει όλη την “τραγική τους αθλιότητα και τη σπαρακτική τους κατάντια” σύμφωνα με τα λεγάμενά της.
Στη φωτογραφική καταγραφή των παλιών σπιτιών της καθημερινής ζωής της σήμερα εν μέρει κατεδαφισμένης παλιάς αυτής περιοχής της Αθήνας, η Nelly’s εφάρμοσε τις πικτοριαλιστικές τεχνικές που διδάχτηκε στη Γερμανία, με απώτερο στόχο να δημιουργήσει εικόνες
με τη μοναδικότητα του έργου τέχνης. 0 Δημήτριος Καμπούρογλου, σημαντικότατος Έλληνας ιστορικός, βλέποντας τις φωτογραφίες αυτές, πρότεινε στη Nelly’s να συνεργαστούν για να φτιάξουν ένα ιστορικά και φωτογραφικά λεύκωμα για την Παλιά Αθήνα, το οποίο τελικά δεν είδε το φως παρά μόλις το 1996, με τη φροντίδα του Μουσείου Μπενάκη.

II. Γυμνά – Φωτογραφίες στην Ακρόπολη

“Διαμαρτύρομαι εν ονόματι των Ολυμπίων θεών, οι οποίοι, ως γνωστόν, όχι μόνο επερπατούσαν γυμνοί, αρσενικοί και θηλυκοί, αλλά και θεόγυμνοι ελατρεύοντο στους ναούς των … ”.
Με αυτά τα λόγια, ο Παύλος Νιρβάνας ανέλαβε από τη στήλη του Ελεύθερου Βήματος το Μάιο του 1929 την υπεράσπιση της νέας φωτογράφου Nelly’s, επειδή τόλμησε το 1927 να φωτογραφήσει γυμνή στον Παρθενώνα τη Mona Paeva —πρώτη μπαλαρίνα της Opera Comique— “βεβηλώνοντας” έτσι τον Ιερό Βράχο.
Η φωτογράφηση του γυμνού σώματος ούτε και τότε ήταν κάτι τόσο σπάνιο και προκλητικό. H Nelly’s δεν πρωτοτυπούσε φωτογραφίζοντας γυμνά. Κανένας όμως δεν είχε τολμήσει να φωτογραφήσει γυμνά σ’ ένα χώρο-ταμπού, σ’ ένα χώρο-σύμβολο ενός ολόκληρου πολιτισμού. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, ιδιαίτερα του συντηρητικού χώρου.
Τα γυμνά της Nelly’s, πέρα από τη φωτογραφική τεχνική τους αρτιότητα, διακρίνονται από μία έντονη εσωτερικότητα που αναδεικνύει, δίπλα στη γλυπτικότητα των όγκων και στην “πλαστικότητα” τou φωτάς, όλη την πνευματικότητα του αρχαίου κλασικού ιδεώδους, όπως εκφράζεται μέσα από τo γυμνό σώμα. Χωρίς καμιά πρόθεση να δημιουργήσει σκάνδαλο ή απλά να πουλήσει τις φωτογραφίες της στοχεύοντας στο εύκολο κέρδος και τη διαφήμιση του ονόματός της, η Nelly’s φωτογραφίζει τη χορεύτρια για τον εαυτό της, πιστεύοντας ότι βρίσκει ανάμεσα σ’ αυτήν και το Ναό μία παλιά ξεχασμένη σχέση που βασίζεται στην ισορροπία, το μέτρο και την αρμονική συνύπαρξη της αρχιτεκτονικής κλίμακας και του ανθρώπου….
Οι φωτογραφίες, όμως, της Mona Paeva δεν ήταν τα πρώτα φωτογραφημένα γυμνά της Nelly’s. Μαθήτρια ακόμη, στη Δρέσδη στις αρχές της δεκαετίας του ’20, είχε φωτογραφήσει, με τη μεσολάβηση του καθηγητή της Franz Fiedler, τις χορεύτριες της περίφημης Σχολής της Mary Wiegman, όχι μόνο στο ατελιέ, όπως συνήθιζαν οι περισσότεροι σύγχρονοί της φωτογράφοι, αλλά και σε εξωτερικό χώρο. Ταξίδεψε μαζί τους στη Σαξωνική Ελβετία, γιατί εκεί μπορούσε να τις εντάξει στη φύση και να αντιπαραβάλει την ομορφιά της με αυτήν του ανθρώπινου σώματος. Η ευπλαστότητα του γυμνού σώματος και η μορφική συσχέτισή του με την πλαστικότητα του περιβάλλοντος φυσικού χώρου μαρτυρούν ένα πρώιμο ενδιαφέρον —ακόμη και εάν αυτή η έρευνα δε συνεχίστηκε μετέπειτα— για μια συγκριτική μορφολογική έρευνα προς την κατεύθυνση που πραγματοποίησε και εμβάθυνε ο Άγγλος γλύπτης Henry Moore.
Η δομή και η επιβλητικότητα, εντούτοις, των αρχαίων μνημείων και η δυνατότητα εμψύχωσής τους από τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα του ευαίσθητου Nikolskaγυναικείου κορμιού δεν έπαψαν να την απασχολούν. Έτσι, φωτογράφησε την Ισπανίδα χορεύτρια Aurea στο Θέατρο του Διονύσου, καθώς και τη Γαλλίδα Daljell και την Ουγγαρέζα Nikolska στον Παρθενώνα. Οι φωτογραφίες της Nikolska, “vτuμένης” αισθησιακά με αραχνοΰφαντα πέπλα “προς αποφυγήν πάσης παρεξηγήσεως”, όχι μόνο συγκαταλέγονται στις καλύτερες της εποχής διεθνώς, αλλά συνετέλεσαν και στη διαμόρφωση ενός αισθητικού κριτηρίου στην Ελλάδα, που αφορά την αναπαράσταση του γυναικείου σώματος.
Το γυναικείο σώμα, έτσι όπως το αποτύπωσε η Nelly’s, απαλλαγμένο από κάθε έννοια σεξουαλικής πρόκλησης, διατηρεί έναν ερωτισμό που εμπλέκεται και συμπληρώνει το αισθητικά ιδεώδες, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπει στις ιδεαλιστικές απεικονίσεις της ποιητικής της ελληνικής μυθολογίας. Έτσι, “Τα Γυμνά της Ακρόπολης” αλλάζουν την αντίληψη για την εμφάνιση και την αντιμετώπιση του γυμνού σώματος. Σχεδόν παράλληλα, μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι της δεκαετίας του ’30 απεικονίζουν στα έργα τους γυμνά στο φυσικά χώρο.
III. Δελφικές Εορτές
Μετά την περιπέτεια με τις φωτογραφίες της Mona Paeva, η Nelly’s δεν ξαναφωτογράφησε γυμνά σε εξωτερικά χώρο. Όμως, το παλιά όνειρο της Ισιδώρας Ντάνκαν (Isadora Duncan) να χορέψει γυμνή δίπλα στις αρχαίες κολώνες, το όραμα της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού να αναβιώσει τις Δελφικές Εύα Σικελιανού Εορτές, ο Δελφικός Λόγος του ποιητή και συζύγου της Άγγελου Σικελιανού και, σίγουρα, η συνέπεια ανάμεσα στη διαπαιδαγώγησή της και τη γερμανική αισθητική που τη συμπλήρωσε, οδήγησαν τη Nelly’s το 1927 και το 1930 στους Δελφούς.
Καταφέρνει δε να είναι η αποκλειστική φωτογράφος των Β’ Δελφικών Εορτών. Εκεί, το γυναικείο αλλά και το ανδρικά σώμα, γυμνά ή ντυμένα, ανασταίνουν την αρχαία γλυπτική και ζωγραφική στο φυσικό τους χώρο. Οι παραστάσεις των αγγείων και αναγλύφων ξαναγεννιόνται φωτογραφικά μέσα από τους σχηματισμούς του χορού στις τραγωδίες του Αισχύλου, τους αθλητικούς αγώνες, τον πυρρίχιο, την τραγική φυσιογνωμία του Προμηθέα και τη δραματικότητα της αρχαίας μάσκας σε συνδυασμό με τη μαγεία και τη μυστικότητα του τοπίου. Η Nelly’s μετατρέπει το χορό σε ζωντανή ζωοφόρο, διδασκόμενη από το μάθημα της Εύας που, για να σχεδιάσει τις παραστάσεις αλλά και τα κοστούμια, ανατρέχει στις φιγούρες των αρχαίων ελληνικών αμφορέων.
Η Nelly’s θα φωτογραφήσει την ίδια την Εύα και τα κορίτσια του χορού σε κλασικές πόζες αρχαίων ελληνικών αναγλύφων και αγγείων. Οι φωτογραφίες αυτές θα κυκλοφορήσουν στη συνέχεια σε καρτ-ποστάλ, κάνοντας έτσι γνωστές τις Δελφικές Εορτές σε όλο τον κόσμο.

IV. Αρχαιότητες – Η Γεωμετρία του Ιερού Βράχου

Ο Ιερός Βράχος ήταν ανέκαθεν για τη Nelly’s ένα προσφιλές θέμα και μια συνεχής πηγή έμπνευσης. 0 Παρθενώνας και τα άλλα αρχαία μνημεία δεν ήταν, όμως, μόνον γι’ αυτήν ο χώρος, το “σκηνικό” όπου κινείται το σώμα. Μόνα τους αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο του φωτογραφικού της έργου. Η αγάπη για την αρχαία Ελλάδα με την οποία γαλουχήθηκε, η εξοικείωση με τα μνημεία της Μικράς Ασίας, η επαφή με τη Γερμανία και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική της, οι μνήμες των παιδικών χρόνων, η ανατροφή και η παιδεία της την έσπρωξαν, με μια αβίαστη φυσικότητα, σε μια φωτογραφική καταγραφή των αρχαίων ελληνικών μνημείων. Η πρόταση που της έγινε να γίνει η επίσημη φωτογράφος του Υπουργείου Τουρισμού διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό αυτή την καταγραφή.
Η Nelly’s φωτογράφησε τα αρχαία ελληνικά μνημεία με μεγάλη αγάπη και έντονη διεισδυτικότητα. Ίσως αυτός να είναι ο κατεξοχήν τομέας του έργου της, που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ανεπιφύλακτα πρωτοποριακό, όχι τόσο ως προς τη θεματολογία ή την τεχνική, αλλά ως προς την αντιμετώπιση του θέματος.
Η Nelly’s φωτογράφησε ένα μεγάλο αριθμό αρχαίων μνημείων. Είναι, όμως, φανερό ότι η Ακρόπολη και, ειδικότερα, ο Παρθενώνας υπήρξαν πάντα τα πιο αγαπημένα της “μοντέλα”. Οι περισσότερες φωτογραφίες του Παρθενώνα, ακόμα και του μεγάλου Boissonas, έχουν παρθεί από σκαλωσιές. Η Nelly’s, ίσως επειδή ήταν συνηθισμένη λόγω του μικρού της ύψους να βλέπει πολλά πράγματα με ανοδική προοπτική, θα ακολουθήσει και στην τέχνη της τη ματιά του επισκέπτη του μνημείου και θα το φωτογραφίσει από κάτω.
Η ματιά, όμως, αυτή θα πρέπει να επηρεάστηκε και από την πεποίθησή της άτι ο αρχαίος καλλιτέχνης, που μπόρεσε να αγγίξει ένα τόσο υψηλό σημείο δημιουργίας δεν μπορεί παρά να θέλησε και να όρισε τη συγκεκριμένη υψομετρική κλίμακα μνημείου – θεατή. Πρόθεση της Nelly’s ήταν όχι μόνο να τη σεβαστεί, αλλά και να την τονίσει. Όσον αφορά τώρα στη φωτογράφηση των επιμέρους στοιχείων και λεπτομερειών (κιονόκρανα, μετόπες, ζωφόρος), θα χρησιμοποιήσει “ανορθόδοξες” οπτικές γωνίες, όπως στην περίπτωση των Καρυάτιδων, που τις παρουσιάζει ιδωμένες από πίσω, προκαλώντας, σύμφωνα με τα λεγάμενά της, ένα Γερμανό ποιητή να γράψει μια ωδή βλέποντας τη συγκεκριμένη φωτογραφία.
V. Πορτραίτα – Παραλληλισμοί
Σ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της, διάρκεια εντυπωσιακή, αφού καλύπτει ενεργά σχεδόν πενήντα χρόνια, η Nelly’s έκανε πολλά πορτραίτα από τα οποία τα περισσότερα για λόγους βιοποριστικούς. Αυτά, όμως, δε σημαίνει ότι τόσο αυτά άσο και τα πορτραίτα ανθρώπων τυχαίων, εργατών, γεωργών, ζητιάνων, καλογέρων, δε χαρακτηρίζονται από τη συνήθη τεχνική, αλλά και αισθητική αρτιότητα.
Τoσο τα πρώτα πορτραίτα του Μεσοπολέμου όσο και τα πιο τελευταία της Νέας Υόρκης, όπως αυτά του “Ακρόπρωρου”, αυτά του στούντιο ή αυτά του Δημήτρη Μητρόπουλου, είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά και ανάλογα με την εποχή τους εκφράζουν και μια ζωγραφική “τάση”. Έτσι, άλλοτε έχουν στοιχεία του Συμβολισμού, άλλοτε του Ρεαλισμού και άλλοτε, πάλι, εκφράζουν μια σύγχρονη οπτική αντίληψη.
VI. Ελληνική Ύπαιθρος και Μοναστική Ζωή
Τα ταξίδια της ως φωτογράφου του Υπουργείου Τουρισμού Nellysτης έδωσαν τη δυνατότητα να διασχίσει την Ελλάδα και να αποτυπώσει με θαυμάσιο τρόπο την αγριότητα και την ομορφιά του τοπίου. Η ζωή στην ύπαιθρο και, ιδιαίτερα, ο ανδρικός και γυναικείος πληθυσμός των αγροτών κατά την εξάσκηση της εργασίας τους έγιναν τα προσφιλή θέματα της Nelly’s. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες ενδυμασίας αλλά και ηθών και εθίμων, όπως και η παρασκευή των τότε καθημερινών οικολογικών προϊόντων, έδωσαν αφορμή για κορυφαίες φωτογραφίες.
Στην περιδιάβαση της ελληνικής φύσης, η φωτογράφος έφθασε και στο Άγιο Όρος. Η αδυναμία της να φωτογραφήσει την άβατη για το γυναικείο φύλο περιοχή ανέδειξε στο πρόσωπο του σημαντικού πιανίστα και πιστού συντρόφου της ζωής της, Άγγελου Σεραϊδάρη, ένα σπουδαίο φωτογράφο, του οποίου οι φωτογραφίες εντάχθηκαν ισότιμα στο πλούσιο αρχείο της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, γενόμενες πρόσφατα και αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης και έκδοσης.

VII. Παραδοσιακά Επαγγέλματα

Σ’αυτά το κεφάλαιο ανήκουν φωτογραφίες που προέκυψαν από την ευρύτερη περιπλάνηση της Nelly’s στην Ελλάδα, η οποία έγινε στο
πλαίσιο της συνεργασίας της με το Υπουργείο Τουρισμού μέχρι το 1939. Αυτή η σειρά διέσωσε σαν καλλιτεχνικά αλλά και ιστορικά ντοκουμέντο την αποτύπωση του μόχθου εργατών, χειρωνακτών και τεχνιτών (σιδεράς, κωδωνοποιός, μαρμαράς) κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους για την κατασκευή αντικειμένων που σήμερα παράγονται ως επί το πλείστον μηχανικά.
VIII. Νέα Υόρκη
Το 1939, 1939 το Υπουργείο Τουρισμού αναθέτει στη Nelly’s τη διακόσμηση του Ελληνικού Περιπτέρου στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης. Η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τη βρίσκει με το σύζυγο και πολύτιμο συνεργάτη της Άγγελο Σεραϊδάρη στη Νέα Υόρκη. Έτσι, αρχίζει μια σχεδόν αναγκαστική εξορία που διήρκεσε είκοσι επτά χρόνια.
Στο νέο αυτό τόπο, τον τέταρτο κατά σειρά, μετά τη Μικρά Ασία, τη Γερμανία και την Ελλάδα, η Nelly’s ξεκίνησε από την αρχή. Αναπτύσσει γρήγορα σχέσεις με την Ελληνική Κοινότητα και με τη βοήθεια και τη στήριξη σημαντικών ανθρώπων που αναγνωρίζουν το έργο της, όπως η Ελεονόρα Ρούζβελτ, ο καθηγητής της στο φωτορεπορτάζ Μπρόντοβπς και ο Αριστοτέλης Ωνάσης, αποκτά και αμερικανική πελατεία. Η κοσμοπολίτικη συμπεριφορά της, αλλά και η γλωσσομάθεια και η αγωγή της την κάνουν εύκολα δεκτή στους υψηλούς Νεοϋρκέζικους κοινωνικούς κύκλους.
Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς της στη Νέα Υόρκη περιορίζεται, εκτός από μια σειρά απίστευτης ποιότητας πορτραίτων, σε φωτογραφίες κοινωνικών γεγονότων και στούντιο, που δεν έχουν παρά την αναμφισβήτητη ποιότητά της, την ένταση και τη δύναμη των φωτογραφιών του Μεσοπολέμου. Απλά καταγράφουν με αυταρέσκεια τη ζωή του πιο ευνοημένου τμήματος μιας ευημερούσας κοινωνίας. Όμως, η πόλη της Νέας Υόρκης έδωσε στη Nelly’s και τη δυνατότητα να καταγράψει σημαντικές στιγμές από την οικοδόμησή της και να αποτυπώσει στιγμιότυπα από την κίνηση των δρόμων και των πλατειών της.
Έτσι, με δύο σημαντικότατες φωτογραφικές σειρές, το “Easter Parade” και τους “Δρόμους”, κατάπληξε το νέο δάσκαλό της και απέδειξε ότι εκτός από το να εκτελεί παραγγελίες είναι σε θέση να δώσει μια νέα δυνατότητα ανάγνωσης της αρχιτεκτονικής, αλλά και της καθημερινότητας αυτής της μεγαλούπολης. Οι προοπτικές λήψεις, το παίξιμο με το φως και η πρωτότυπη σύνθεση στη σειρά “Easter Parade”, καθώς και οι οξείες προοπτικές, τα κοντράστς, οι διαγώνιες λήψεις για την καλύτερη απόδοση της δυναμικής αυτής της μοναδικής αρχιτεκτονικά πάλης στους “Δρόμους” δίνουν δύο σπουδαία δείγματα φωτογραφικής δουλειάς.
H φωτογράφος μπόρεσε και αντιμετώπισε αυτές τις δύο ενότητες ισότιμα με τις κορυφαίες δημιουργίες της του Μεσοπολέμου, προσθέτοντας στο σύνολο του έργου της εικόνες εξίσου μοναδικές με αυτές των μπαλαρίνων στη Γερμανία, των προσφύγων της Μικράς Ασίας, του αρχιτεκτονικού μοντέλου της αρχαιότητας και δίνοντας τη δική της εκδοχή για τη σύγχρονη αντίληψη και έκφραση ενός νέου κόσμου.
Nelly’s: μοντέρνα η κλασική;
Η καλλιτεχνική ταυτότητα της Nelly’s μοιάζει να επιβεβαιώνει την επικαιρότητα ενός ερωτήματος που τίθεται πολύ έντονα εκείνη την εποχή: μπορεί να είναι κανείς συγχρόνως κλασικός και μοντέρνος; 0 μοντερνισμός της Nelly’s κινείται περισσότερο στην προέκταση του l9ου αιώνα, με την έννοια ότι, παρά τη χρησιμοποίηση υπερμοντέρνων για την εποχή εκείνη τεχνικών και μηχανών (duxochrome, Zeiss, Contax, Leica), αισθητικά και θεματολογικά η τέχνη της επηρεάζεται πολύ από τις καλλιτεχνικές τάσεις και την ατμόσφαιρα που επικρατούν στη Γερμανία από τα τέλη του l9ου αιώνα μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει άτι παραμένει “καρφωμένη” σε ένα στείρο πλέον ακαδημαϊσμό ή μια ξεπερασμένη αισθητική. Δένδρο Η Nelly’s κινείται, εκμεταλλευόμενη το ανήσυχο πνεύμα της και την πρόοδο της τεχνολογίας, γύρω από έναν άξονα ο οποίος διατηρεί ζωντανά ακόμη κάποια χαρακτηριστικά του l9ου αιώνα, που ταιριάζουν με το ταμπεραμέντο και την αντίληψή της για το ωραίο. Έτσι, στοιχεία όπως ο λυρισμός (μην ξεχνάμε τον αρχικά στόχο της Nelly’s, τις σπουδές μουσικής και ζωγραφικής), η αναφορά στους αρχαίους πολιτισμούς, ο ύμνος της φύσης και η επανένταξη του ανθρώπου σ’ αυτή βρίσκουν στο πρόσωπο της Nelly’s όχι μόνο έναν ευαίσθητο δέκτη, αλλά και έναν ικανό καλλιτέχνη που τα ξεχωρίζει ως υγιή στοιχεία και αξεπέραστες αξίες και τα εντάσσει δυναμικά στην τέχνη του.
Είναι αλήθεια ότι η Αρχαία Ελλάδα βρήκε στη Γερμανία του προηγούμενου αιώνα την καλύτερη καλλιτεχνική της έκφραση. Ο απόηχος
της ακαδημαϊκής ζωγραφικής της Σχολής του Μονάχου, αλλά και η νεότερη Neue Kunst, με τον έντονο μυστικισμό αλλά και το καινούριο πρόσωπο, επιβίωναν ακόμη στην Αυστρία και τη Γερμανία του 1920 και ανταποκρίνονταν στα ιδανικά της νεαρής Μικρασιάτισσας.
Βέβαια, όλα αυτά ισχύουν για τη Δρέσδη, την πάλη που έζησε η Nelly’s για πέντε χρόνια και που, ως κοσμική και φιλότεχνη, βρίσκεται
αρκετά κοντά στις νέες καλλιτεχνικές ζυμώσεις που έχουν ήδη αρχίσει στο Βερολίνο και το Ντασσάου και θα αλλάξουν άρδην το πρόσωπο όχι μόνον της γερμανικής, αλλά και ολόκληρης της ευρωπαϊκής τέχνης.
Γεγονός είναι ότι η Nelly’s παρά την “κλασική” αντιμετώπιση των περισσοτέρων θεμάτων της, με εξαίρεση κάποιες φωτογραφίες που πραγματοποίησε στη Νέα Υόρκη και που παρουσιάζουν πολλά σύγχρονα στοιχεία ως προς την οπτική γωνία, τη δόμηση και τη δυναμική τους, δουλεύει με σπάνια επαγγελματική συνέπεια και πειραματίζεται συχνά, δίνοντας πάντα ένα τεχνικά άριστο και, ταυτόχρονα αισθητικό αποτέλεσμα.
Έτσι, παρά τις υποδείξεις του δασκάλου της Franz Fiedler —ο οποίος θεωρεί κάτι τέτοιο ακατόρθωτο— θα πραγματοποιήσει τρία έγχρωμα γυμνά σε bromoil, δημιουργώντας έτσι ένα σπανιότατο και μοναδικό ίσως δείγμα της τεχνικής αυτής, μια και το bromoil δουλευόταν αποκλειστικά σε μονοχρωμία
Επειδή γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο δομικός τύπος της σύνθεσης είναι προσωπική της ευθύνη, “χτίζει” την εικόνα βάσει μιας μεθοδολογίας που έχει η ίδια καθορίσει, στην οποία, κατά τη διάρκεια του τυπώματος, κάνει συχνή χρήση πολλαπλής φωτογραφικής μάσκας (dodging). Έτσι, επιτυγχάνει το συσχετισμό των οργανικών στοιχείων της φωτογραφίας, ασκεί “ασφυκτικό” έλεγχο οριοθετώντας το θέμα της και δημιουργεί με τον τρόπο αυτό ένα “πακετάρισμα” (cropping) που αναδεικνύει το δομικό τύπο της σύνθεσής της. Η αποδοχή, δε, του υποκειμενικού στοιχείου στην εικόνα την οδηγεί στην αναζήτηση της εσωτερικότητας του εκάστοτε θέματος και δε διστάζει ακόμη και να ανατρέψει τα πραγματικά δεδομένα, μετατρέποντας, λόγου χάρη, τον υλικό όγκο ενός σπιτιού στην εξοχή σε εστία άυλου φωτός.
Κατανοώντας το ρόλο του φωτός στο πλάσιμο της μορφής, του αναθέτει, επίσης, το ρόλο της ανάδειξης της βαθύτερης ουσίας της, παίρνοντας τα πρότυπά της από τη ζωγραφική. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργεί, για παράδειγμα, το περίφημο πορτραίτο του Δημήτρη Μητρόπουλου, υποχρεώνοντας το φως να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδρομή στο προφίλ του.
Μοιάζει οπαδός του Moholy Nagy ο οποίος το 1929 έλεγε: “Παρόλο που έχουν περάσει εκατό χρόνια από την ανακάλυψη της φωτογραφίας, μόλις τώρα αρχίζει να ανακαλύπτεται πραγματικά… Η φωτογραφία είναι μια φωτεινή εικόνα, που πρέπει να ανταποκριθεί στο βαθύ αίσθημα της εσωτερικής ζωής.”
Η Nelly’ s γνωρίζοντας ότι ο θεατής θα ταυτιστεί με τη θέση της, δεν τον ευαισθητοποιεί μόνο με τα θέματά της, αλλά του δημιουργεί ταυτόχρονα και απορίες. Του δίνει, λόγου χάρη, τη δυνατότητα να διαβάσει με διπλό τρόπο μια εικόνα, όπως στην περίπτωση των “Στηλών του Ολυμπίου Διός”, ανάλογα με τη σχέση της προς τον ορίζοντα.

Από τα έργα στη Ακρόπολη

Ειδικότερα για τις φωτογραφίες της Ακρόπολης, χρησιμοποιεί συγκεκριμένους δομικούς τύπους στις συνθέσεις της για την αναζήτηση της εσωτερικής γεωμετρίας του χώρου. Και οι τύποι αυτοί είναι άλλοτε ο στατικός με προβολή της σχέσης της οριζοντίου με την κατακόρυφη διάταξη, άλλοτε η ενσωμάτωση της διαγωνίου ως στοιχείου κίνησης και φυγής και άλλοτε, πάλι, η εννοιολογική ιεράρχηση των επιπέδων της εικόνας από εμπρός προς τα πίσω, καθώς και η διαλεκτική σχέση του εσωτερικού με το εξωτερικά που επιτυγχάνεται με τη χρήση του “παραθύρου” στο χτίσιμο της εικόνας.
Η διαδρομή από τη σκιά στο φως, όπου η πρώτη χρησιμοποιείται σαν αφετηρία, σαν διάδρομος ή άξονας εννοιολογικού συσχετισμού και το δεύτερο σαν κάθαρση, χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της δουλειάς της στην Ακρόπολη. Η διαδρομή στο φυσικά χώρο μετατρέπεται σε διαδρομή στο νοητό. Η Nelly’s συνθέτει συχνά με μια επαγωγική εννοιολογία κατά την οποία η έννοια του επόμενου πλάνου – θέματος προσδιορίζεται ακριβέστερα από την έννοια του προηγούμενου, αλλά και αντιστρόφως, σαν να θέλει να κορυφώσει τη σύνθεση όχι μόνο σε λύση, αλλά και σε ορισμό.
Για τη Nelly’s το υλικά είναι η άλλη πλευρά του άυλου. Έτσι, η ημίγυμνη Nikolska γίνεται μέρος της αλήθειας του κίονα, ενώ η σκιά της ενώνεται με τις ραβδώσεις του. Με αντίστοιχο τρόπο, η καλλιτέχνης φωτογραφίζει το γυμνό αθλητή —τον οποίο έχει στήσει έτσι ώστε να μας φέρνει στο νου το Σκεπτόμενο του Rodin —αντιμετωπίζοντάς τον ισότιμα με το ναό πίσω του.
Η Nelly’s ανήκει σαφώς στην προέκταση του Νεορομαντισμού, παρόλο που συχνά οι φωτογραφίες της παρουσιάζουν χαρακτηριστικά και του Συμβολισμού και του Νεορεαλισμού. Σε κάθε περίπτωση αυτά που βγαίνει ανάγλυφα είναι η αγάπη της για τον τόπο της και η προσπάθεια όχι να τον παρουσιάσει εξωραϊσμένο, αλλά να τον φωτογραφήσει έτσι που να αποδίδεται καλύτερα ο ιδιαίτερος διαχρονικός χαρακτήρας του στο πέρασμα των χρόνων. Αιωνόβια σήμερα η ίδια, είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ένα πλούσιο σε μέγεθος και γεγονότα έργο και να ταυτιστεί χρονικά με τον 20o αιώνα.
Είναι, όμως, το ίδιο το έργο της που δίνει την απάντηση στο ερώτημα: κλασική ή μοντέρνα; Πρόκειται σίγουρα για μια σημαντική κλασική Ευρωπαία φωτογράφο της οποίας το έργο παρουσιάζει κάποια στοιχεία πρωτοποριακά, που έχουν να κάνουν από τη δομική σύνθεση των φωτογραφιών της μέχρι τη δημιουργία ενός τύπου “φανταστικού μουσείου” των εικόνων που πρώτα η ίδια θέλησε να διατηρήσει. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ανήκει όχι μόνο στην ελληνική δημιουργία αλλά και στο διεθνή Μοντερνισμό. Πρωτίστως, όμως, ανήκει στον τόσο ιδιαίτερο εαυτό της.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Γιάννης Ανδρόνογλου: «Κάθε μουσικό είδος έχει τη δική του φιλοσοφία και κοσμοθεωρία...»


Ματζάνας Σ.
Aπο: www.avgi.gr
Άποψη απλή και λογική, τόσο που να είναι αυτονόητη η οποία όμως φαίνεται συχνά πολύ δύσκολο να συλληφθεί από πολλούς μουσικόφιλους αλλά ακόμα και μερικούς - λιγότερους από παλαιότερα ευτυχώς - λειτουργούς της μουσικής στη χώρα μας οι οποίοι επιμένουν να μετατρέπουν την επίσης λογική και προφανή διαπίστωση ότι «η μουσική είναι μια» σε...σοφιστικό επιχείρημα. Αυτό που εννοούμε είναι ότι προφανώς και η μουσική είναι μία αφού δημιουργείται από ανθρώπους, με μέσο κάποια όργανα και κάποιες αρχές και κανόνες που διέπουν τον ήχο που αυτά παράγουν.
Γιατί όμως ποτέ κανείς δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να διατυπώσει μιαν ανάλογη ταυτολογία, καθώς περί αυτού πρόκειται αν το σκεφτούμε καλύτερα, όπως για παράδειγμα «η λογοτεχνία είναι μία»; Μήπως επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να οδηγήσει σε αναίτιες και τελικά επιζήμιες γενικεύσεις που προκαλούν το λιγότερο σύγχυση, όπως για παράδειγμα ότι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μια βιογραφία και ένα βιβλίο σύγχρονης μυθοπλασίας είναι ένα και το αυτό; Γιατί προφανώς και δεν είναι, για τα δύο κοινά τους στοιχεία, ότι γράφτηκαν από έναν άνθρωπο και είναι τυπωμένα σε χαρτί, υπάρχουν πολλά περισσότερα που τα καθιστούν τρία εντελώς διαφορετικά αισθητικά αντικείμενα, από τη διαδικασία της δημιουργίας τους μέχρι και την πρόσληψη τους από τον δεκτη/αναγνώστη.
Η μουσική λοιπόν στη χώρα μας έχει υποφέρει ουκ ολίγον από αυτή την αρκούντως ισοπεδωτική θεώρηση της. Για να το θέσουμε απλούστερα πολύ διαφορετικοί άνθρωποι έφτιαξαν ένα παλαιό ρεμπέτικο και ένα σημερινό rock κομμάτι, υπό διαφορετικές συνθήκες, για διαφορετικούς σκοπούς, τα ενορχήστρωσαν και τα έπαιξαν με διαφορετικό τρόπο και τελικά απευθύνονται σε πολύ διαφορετικά ακροατήρια και όχι μόνο λόγω της χρονικής απόστασης. Και όλα αυτά ακόμα και αν υπάρχει μια, συνειδητή ή μη, συνθετική ομοιότητα μεταξύ τους καθώς οι νότες όντως είναι μόνον επτά και, στο δυτικό τονικό σύστημα τουλάχιστον, η όγδοη είναι μαθηματικά αναπόφευκτο να είναι η επανάληψη της πρώτης...
Το να πει λοιπόν ένας εραστής των ρεμπέτικων «αυτό το rock κομμάτι δεν μου αρέσει» είναι απολύτως θεμιτό, το αισθητικό κριτήριο είναι απολύτως υποκειμενική υπόθεση κάθε ανθρώπου. Μας εκνευρίζει όμως αφάνταστα να ακούμε από ανθρώπους με καλλιέργεια και παιδεία να λένε «αυτό το rock κομμάτι δεν είναι καλό γιατί δεν έχει αυτό και εκείνο που έχουν τα ρεμπέτικα», η θεώρηση αυτή όχι απλά δεν είναι δόκιμη αλλά αγγίζει τα όρια του παραλογισμού.
Η αποστροφή του τίτλου ανήκει στον Γιάννη Ανδρόνογλου ο οποίος επίσης την κάνει πράξη με τον τρόπο που υπηρετεί τη μουσική. O γεννημένος στα Γιαννιτσά νεαρός εκτελεστής της κλασικής κιθάρας πρέπει να ήταν κάτι ως «παιδί θαύμα» καθώς σε ηλικία μόλις δέκα τριών λάβαινε μέρος σε συναυλίες ορχηστρών μουσικής δωματίου. Αξιοποίησε και καλλιέργησε το ταλέντο του με λαμπρές σπουδές οι οποίες υπερέβησαν κατά πολύ το ωδειακό επίπεδο, είναι απόφοιτος του μουσικού τμήματος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, έχει κάνει μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ στην Αυστρία και εφέτος ξεκίνησε το διδακτορικό του στο ανάλογο τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Παρ’ όλη όμως την εντυπωσιακά ολοκληρωμένη μουσική παιδεία του, τις πολλές επιτυχημένες εμφανίσεις του στην Ελλάδα μα και στο εξωτερικό και τις ουκ ολίγες διακρίσεις που έχει αποσπάσει δεν δίστασε να επιστρέψει στην πόλη απ’ όπου κατάγεται και από το 2007 είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του δημοτικού ωδείου των Γιαννιτσών. Θεωρούμε τα παραπάνω ιδιαίτερα αξιοσημείωτα και σημαντικά για έναν παραπάνω λόγο, όσο αγαπητό και δημοφιλές όργανο είναι η κιθάρα σε όλες τις μορφές της και σε κάθε μουσικό χώρο η κλασική εκδοχή της - και παρά την πληθώρα σχετικών έργων - θεωρείται «δύσκολη» και περιορισμένου ενδιαφέροντος μουσική δραστηριότητα ακόμα και ανάμεσα στους κύκλους της ίδιας της κλασικής μουσικής, το κοινό μα κάποιες φορές ακόμα και τους λειτουργούς της. Ίσως να έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η τυπική τουλάχιστον συμφωνική ορχήστρα δεν την περιλαμβάνει στα όργανα της...
Αφορμή για αυτή τη συνέντευξη ήταν η κυκλοφορία πριν λίγο καιρό του πρώτου CD του Γιάννη Ανδρόνογλου που έχει τον τίτλο «Travelling». Είναι περιττό βέβαια να αναφερθούμε στο άριστο εκτελεστικό επίπεδο του δίσκου αφού ήταν το λιγότερο αναμενόμενο από έναν μουσικό τέτοιου ταλέντου. Το ενδιαφέρον όμως στην περίπτωση αυτή είναι ότι ο Γ. Α. επέλεξε από την αρχή ήδη μια δύσκολη οδό, μας αποκαλύπτεται δηλαδή και ως συνθέτης αφού όλα τα κομμάτια του δίσκου είναι γραμμένα από τον ίδιο.
Ως δημιουργός ακολουθεί σε γενικές γραμμές αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ισπανική σχολή» όσον αφορά στον χώρο της κλασικής κιθάρας, εκκινεί δηλαδή από παραδοσιακά ελληνικά μουσικά μοτίβα (κυρίως με προέλευση από τη Θράκη και γενικότερα από τη Βόρεια Ελλάδα) τα οποία εμπλουτίζει με δικά του στοιχεία, ορισμένα από αυτά θα λέγαμε ως και jazz προέλευσης, ενώ επίσης και η τεχνική του ως εκτελεστή είναι σε κάποιο βαθμό συγγενική με αυτή του flamenco. Πρόκειται για ένα όμορφο ακρόαμα που εκπληρώνει την επιδίωξη που θέτει ο τίτλος του και ταυτόχρονα κάνει πράξη αυτό που λέγαμε παραπάνω. Ο Γ. Α. δηλαδή αντιμετωπίζει, τόσο ως δημιουργός όσο και σαν εκτελεστής, σε αυτό το CD την κλασική κιθάρα ως ολοκληρωμένο, αυτόνομο μουσικό χώρο με τα δικά του πλαίσια και λειτουργία. Και ακριβώς επειδή κατέχει αμφότερα πολύ καλά επιτυγχάνει να φέρει αυτό τον χώρο πιο κοντά ακόμα και στον πλέον αμύητο, σύγχρονο ή και πολύ νέο ηλικία ακροατή...

* Ασχολείσαι με ένα είδος μουσικής - και μάλιστα μέσα από το συγκεκριμένο όργανο - το οποίο δεν θα έλεγα ότι ακριβώς ευδοκιμεί στην ελληνική περιφέρεια. Τί σε έκανε λοιπόν να επιστρέψεις στα Γιαννιτσά και να μη συνεχίσεις την πορεία σου σε ένα από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας; Αγαπάς τόσο πολύ τον γενέθλιο τόπο σου ή μάχεσαι έμπρακτα εναντίον της αστυφιλίας;

Σαφώς αγαπώ τον γενέθλιο τόπο μου εφόσον ζω και εργάζομαι σ’ αυτόν χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναπτύσσω την καλλιτεχνική μου δραστηριότητα στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη αλλά ακόμα και στο εξωτερικό. Θεωρώ ότι σε ολόκληρη την ελληνική περιφέρεια μπορεί και γίνεται αξιόλογο και ποιοτικό πολιτισμικό έργο και ο καθένας μας με τον τρόπο του μπορεί να συμβάλλει σε αυτό.

* Πώς είναι αλήθεια τα πράγματα από αυτή την πλευρά στην περιφέρεια στη δεδομένη χρονική συγκυρία; Πώς είναι το να υπηρετείς τον πολιτισμό και μάλιστα μια όχι και τόσο «εύκολη» εκδοχή του σε μια μικρή ελληνική πόλη εν έτει 2010 και ειδικά σε μια περίοδο με τρόικες, μνημόνια και οικονομική επιτήρηση της χώρας;

Όλα αυτά έχουν σχέση φυσικά με την καθημερινότητά μας και με την ποιότητα ζωής μας άλλα πιστεύω πως η ενασχόληση με τη μουσική και γενικότερα με την τέχνη έχει πολύ περισσότερο να κάνει με τις εσωτερικές αναζητήσεις και ανάγκες κάθε ανθρώπου.

* Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό που έκανες ήταν ιδιαίτερα τολμηρό και μάλιστα για το νεαρό της ηλικίας σου, αντί δηλαδή να επιλέξεις κάποια κομμάτια από την κάθε άλλο παρά μικρή κλασική κιθαριστική φιλολογία παρουσίασες ένα πρώτο CD με δικές σου συνθέσεις. Δεν φοβήθηκες μήπως θεωρηθεί ως κάποιο είδος νεανικής «αυθάδειας», ειδικά από τους κλασικούς/ακαδημαϊκούς μουσικούς κύκλους της χώρας;

Το «Travelling», όπως αναφέρω και στο σημείωμα που υπάρχει στο CD, αποτελεί κατάθεση της προσωπικής μου μουσικής άποψης σχετικά με την απόδοση θεμάτων και ρυθμών με την κλασική κιθάρα που έχουν ως πηγή έμπνευσης την ελληνική μουσική παράδοση και με απόλυτο σεβασμό προς αυτήν αλλά επίσης και προσωπικών μου μουσικών στιγμών. Είναι ένας δίσκος που απευθύνεται τόσο σε γνώστες και εραστές του ήχου της κλασικής κιθάρας όσο και σε αυτούς που δεν είναι, συνολικά σε όλο το φιλόμουσο κοινό. Σκοπός του είναι να «ταξιδέψει» τον ακροατή, διανοητικά τε και ψυχικά.

* Ποια πλευρά σε ενδιαφέρει περισσότερο, αυτή του εκτελεστή ή του συνθέτη; Ή μήπως τις θεωρείς απολύτως αλληλένδετες, με άλλα λόγια οι συνθέσεις σου γράφονται έχοντας ουσιαστικά κατά νου εσένα τον ίδιο ως αποκλειστικό ερμηνευτή;

Με ενδιαφέρει η πλευρά του εκτελεστή που ερμηνεύει και δικά του έργα. Πέραν των εκτελέσεων έργων άλλων συνθετών στις συναυλίες μου ένιωσα την ανάγκη να αποτυπώσω και να εκτελέσω και τις δικές μου μουσικές ιδέες. Αυτονόητο βέβαια ότι θα ήταν μεγάλη χαρά για εμένα να ακούσω τα έργα μου και από άλλους εκτελεστές.

* Εκτός από τα προφανή και αναγκαία ακούσματα σου από τον χώρο της κλασικής κιθάρας είναι φανερό ότι αγαπάς ιδιαίτερα και την παραδοσιακή μας μουσική. Ακούς άλλα είδη μουσικής, ελληνικά ή μη, π.χ. λαϊκό τραγούδι ή rock; Και αν ναι, θα σε ενδιέφερε να ασχοληθείς, να παίξεις κάποια από αυτά στο μέλλον;

Θεωρώ ότι η παραδοσιακή μας μουσική είναι βαθιά ριζωμένη στον καθέναν μας, κυλάει στο αίμα μας. Με αυτή την σκέψη συνέθεσα και τα συγκεκριμένα έργα. Ακούω όλα τα είδη μουσικής γιατί θεωρώ πως το κάθε είδος δίνει το δικό του μήνυμα και διακατέχεται από διαφορετική φιλοσοφία και κοσμοθεωρία. Ως σολίστ επίσης ερμηνεύω έργα πολλών διαφορετικών μουσικών ειδών, ισπανικά δηλαδή τύπου flamenco, latin jazz, κλασικά, avant garde αλλά και ethnic διαφόρων προελεύσεων.

* Πιστεύεις ότι έχεις δεχθεί κάποια ιδιαίτερη επιρροή στη σύνθεση των κομματιών αυτού του CD και, αν ναι, από ποιον ή ποιους;

Οι επιρροές μου προέρχονται από συνθέτες των οποίων έργα τους έχω ερμηνεύσει κατά καιρούς σε ρεσιτάλ μου καθώς και από διάφορα είδη μουσικής που ακούω.
Προσπαθώ να κατανοώ περισσότερο τη φιλοσοφία του κάθε συνθέτη που ερμηνεύω ή αντίστοιχα ακούω ίσως λιγότερο τη συνθετική εργασία του από τεχνικής άποψης. Ούτως ή άλλως, πέραν κάποιων τεχνικών συνθετικών αρχών, ο κάθε συνθέτης διαθέτει τα δικά του ξεχωριστά στοιχεία.

* Τέλος αρκετοί κλασικοί κιθαριστές στο εξωτερικό που κινούνται σε ένα σχετικά ανάλογο δημιουργικό ύφος με το δικό σου πειραματίζονται με τα όρια του μα και με τα δικά τους, εμπλουτίζοντας για παράδειγμα την ενορχήστρωση με άλλα όργανα, κλασικά ή και μη και κάποιες φορές φτάνοντας ακόμα και στο να χρησιμοποιούν οι ίδιοι άλλα είδη κιθάρας, π.χ. κλασική με ηλεκτρική ενίσχυση ή ακόμα και ηλεκτρική. Θα σε ενδιέφερε να δοκιμάσεις κάτι τέτοιο στο μέλλον ή ό χώρος προς εξερεύνηση που σου δίνει το όργανο σου και μόνο είναι απολύτως αρκετός για εσένα;

Θεωρώ πως οργανολογικά η κλασική κιθάρα παρέχει ένα αρκετά ευρύ πεδίο μουσικής εξερεύνησης και δράσης. Όσον αφορά στη σύνθεση και την ενορχήστρωση σκοπεύω να χρησιμοποιήσω και άλλα όργανα και χωρίς να περιοριστώ αποκλειστικά σε αυτά της συμφωνικής ορχήστρας, καθώς και να συνεργαστώ με μουσικούς από άλλους χώρους.

Θα τολμήσουμε να εικάσουμε λοιπόν ότι η συνέχεια προβλέπεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και φυσικά θα ευχηθούμε να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη μας...

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Έφυγε και η Κάτια Αντωνοπούλου

Έφυγε, στις 9 Οκτωβρίου, η συγγραφέας Κάτια Αντωνοπούλου. Η συγγραφέας άφησε πίσω της πλούσιο έργο, κυρίως ταξιδιωτικά βιβλία. Η ίδια είχε ζητήσει από τους οικείους της να μη δημοσιοποιήσουν την είδηση του θανάτου της αμέσως.
Σύμφωνα με επιθυμία της, αποτεφρώθηκε και η τέφρα της σκορπίστηκε στην αγαπημένη της Αστυπάλαια.
Μεταξύ των ταξιδιωτικών βιβλίων που συνέγραψε είναι: «Οι Ινδίες μου», «Χίλιες και μία νύχτες στο Πακιστάν», «Η κυρία Ουίλσον ταξιδεύει». Επιπλέον είναι η συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Μασάζ» και «Βιντεοκλίπ». Μετέφρασε πρώτη Μπόρχες στα ελληνικά και συγκεκριμένα το βιβλίο «Ιστορίες για τον Ερμή». Συνεργάστηκε με το περιοδικό «Γυναίκα», το «Βήμα της Κυριακής», την εφημερίδα τα Νέα («Πρόσωπα»), αλλά και με την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Τον τελευταίο χρόνο είχε αποκλειστική συνεργασία με το «Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.
Ήταν η μοναδική Ελληνίδα που το 1988 κατάφερε να μπει στο Αφγανιστάν επί ρωσικής κατοχής. Το 1992 βρέθηκε στην Καμπούλ, ενώ το 1997, εισήλθε ξανά στη χώρα με τη βοήθεια του ΟΗΕ.
Απο:www.in.gr

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ένας γίγαντας της παγκόσμιας λογοτεχνίας

Καλλιόπη Αλαχούζου
Απο:www.tvxs.gr


Ο κορυφαίος Ρώσος δημιουργός, το έργο του οποίου αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια λογοτεχνία γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1821. Ο ιδιοφυής Ντοστογιέφσκι χαρακτηρίζεται από τους κριτικούς ως ένας από τους σπουδαιότερους ψυχογράφους ενώ είναι αξιοθαύμαστη η ποιότητα του συνόλου των έργων του, η πλειοψηφία των οποίων χαρακτηρίζεται αριστουργηματική.
Η ζωή του συγγραφέα
Ο Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1821 στη Μόσχα. Ο μεσοαστός πατέρας του Mikhail Andreevich, συνταξιούχος στρατιωτικός χειρούργος, ήταν αλκοολικός με βίαια ξεσπάσματα ενώ η μητέρα του Maria το άκρως αντίθετο, μια τρυφερή μορφή με την οποία ο νεαρός Fyodor είχε μια βαθιά σχέση αγάπης. Η μητέρα, η οποία πέθανε από φυματίωση την ίδια μέρα με τον εθνικό ποιητή της Ρωσίας Aleksandr Pushkin το 1837, αποτέλεσε το πρότυπο της γυναικείας καρτερικότητας και καλοσύνης για πολλές ηρωίδες στο έργο του ενώ εμφύσησε στον γιο της τη βαθιά χριστιανική της πίστη.
Τον επόμενο χρόνο ο 17χρονος Fyodor εστάλη με τον αδερφό του Mikhail σε οικοτροφείο. Ο δρ. Ντοστογιέφσκι βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στο αλκοόλ και οι εκρήξεις βίας του έγιναν πιο συχνές και άγριες εις βάρος των δουλοπάροικών του, κάτι που απέβη μοιραίο, αφού στις αρχές του Ιούνη ο γιατρός βρέθηκε δολοφονημένος - κατά τις ενδείξεις από υποτελείς του.
Ήδη πριν από το θάνατο του πατέρα του, ο Fyodor είχε ξεκινήσει σπουδές στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών, στην Αγία Πετρούπολη. Αν και απογοητεύτηκε σύντομα από το είδος της μόρφωσης που τελικά λάμβανε στην Ακαδημία, αποφοίτησε το 1843 με μέτριους βαθμούς. Μέτριοι βαθμοί, μέτριος ως συνέπεια και ο μισθός της θέσης γραφείου στην οποία διορίστηκε. Ζούσε σε συνθήκες πενίας, αφού ξόδευε απλόχερα τα λίγα που λάμβανε ενώ είχε ήδη αναπτύξει πάθος με τον τζόγο, κάτι το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται χρεωμένος σε όλη του σχεδόν τη ζωή. Όταν το 1844 διορίστηκε σε ένα μακρινό πόστο, ωστόσο, αρνήθηκε τη θέση, λαμβάνοντας την απόφαση να ζει πια από την πένα του.
Πρώτη του τυπωμένη δουλειά εμφανίζεται να είναι η μετάφραση της Eugénie Grandet του Honoré de Balzac, ενώ πρώτο δικό του συγγραφικό έργο, ο Φτωχόκοσμος, το 1846, που κερδίζει αμέσως τον έπαινο του γνωστού και με επιρροή κριτικού λογοτεχνίας Vissarion Belinsky. Ο Fyodor έρχεται σε επαφή με λογοτεχνικούς κύκλους και γίνεται μέλος μιας ομάδας ουτοπιστών σοσιαλιστών. Άθελα του, κατά πολλούς, ο Dostoyevsky βρίσκεται μπλεγμένος σε μια συνωμοσία για την ανατροπή του τσάρου Νικόλαου του Α’ και, στις 22 Απριλίου 1849, συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Στη δίκη του απαγγέλθηκαν οι ακόλουθες κατηγορίες:
  • Ως πρώην αξιωματικός του Στρατού άκουσε επικρίσεις για τον Στρατό χωρίς να αντιδράσει
  • Ανάγνωσε σε ένα κύκλο ατόμων μια επιστολή του Belinsky προς τον διάσημο συγγραφέα Nikolai Gogol, στην οποία ασκούνταν κριτική προς την Εκκλησία και την κυβέρνηση
  • Είχε στην κατοχή του παράνομο πιεστήριο
  • Συμμετείχε σε συνωμοσία για τη δολοφονία του Τσάρου
Ο Dostoyevsky δήλωσε «αθώος» στην τελευταία κατηγορία αλλά χωρίς αυτό να φέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Οι δικαστές καταδίκασαν όλους τους κατηγορούμενους σε θάνατο από εκτελεστικό απόσπασμα. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1849, ο 28χρονος Fyodor οδηγείται, μαζί με τα άλλα μέλη του Κύκλου Petrashevsky, ενώπιον του αποσπάσματος. Την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, ωστόσο, η εκτέλεση ματαιώθηκε αφού ανακοινώθηκε η απόφαση του Τσάρου να μετατρέψει την θανατική καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα, στο Ομσκ της Σιβηρίας.
Στην παγωμένη Σιβηρία ο Dostoyevsky πέρασε τέσσερα χρόνια με βασανισμούς και εξευτελισμούς. Η επιληψία από την οποία έπασχε όλη του τη ζωή επιδεινώθηκε. Το 1854 απελευθερώνεται από τη φυλακή αλλά είναι υποχρεωμένος να εκτίσει το δεύτερο μέρος της ποινής του, τη στρατιωτική θητεία στην εσχατιά της Σιβηρίας, κοντά στα σύνορα με την Κίνα. Εκεί γνωρίζεται και με την Maria Dmitrievna Isaev, μια ήδη παντρεμένη γυναίκα και την ερωτεύεται. Το ζευγάρι παντρεύεται το 1857, μετά το θάνατο του συζύγου της, αλλά ο έγγαμος βίος δεν φέρνει την ευτυχία που ονειρευόταν ο Dostoyevsky. Από τις εμπειρίες του στο κάτεργο θα προκύψει το Σπίτι των Νεκρών (1862).
Απασχολείται όλο και περισσότερο με τη συγγραφή και τα ερωτήματα που τον απασχολούν, οι εμπειρίες από τη φυλακή και τη στρατιωτική εξορία είχαν επιφέρει μεγάλες αλλαγές στις πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του. Βαθιά θρησκευόμενος και πιο συντηρητικός έχει πολύ πιο κριτική στάση απέναντι στα ευρωπαϊκά φιλοσοφικά ρεύματα και στα γραπτά του ασχολείται όλο και περισσότερο με τις ρώσικες παραδοσιακές αξίες της υπαίθρου.
Το 1859 επιστρέφει ξανά στην Αγία Πετρούπολη και προχωρά μαζί με τον αδερφό του Mikhail στην έκδοση δυο περιοδικών, Vremya(Χρόνος) και Epokha(Εποχή), χωρίς επιτυχία όμως. Το 1864 επιφυλάσσει σκληρά χτυπήματα για τον Dostoyevsky: η σύζυγος του πεθαίνει από φυματίωση και σύντομα συνοδεύει στον τάφο και τον αδερφό του. Ενώ είναι ήδη χρεωμένος, αναλαμβάνει και τα χρέη του αδερφού του καθώς και τη διατροφή της χήρας και των παιδιών του.
Βυθίζεται στην κατάθλιψη και συχνάζει όλο και περισσότερο σε σαλόνια τζόγου, συσσωρεύοντας όλο και περισσότερα χρέη. Σύμφωνα με πολλές αναφορές ολοκλήρωσε υπό μεγάλη βιασύνη το Έγκλημα και Τιμωρία , το διασημότερο μάλλον έργο του, προκειμένου να λάβει μια προκαταβολή που είχε μεγάλη ανάγκη. Το Έγκλημα και Τιμωρία δημοσιεύθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου του 1866 στο Ruskii vestnik (Ο Ρώσος Αγγελιοφόρος) και κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο ως βιβλίο. Με παρόμοιο τρόπο έγραψε και τον Παίχτη , αφού αν δεν τον παρέδιδε έγκαιρα, ο εκδότης του θα διεκδικούσε όλα τα δικαιώματα του συγγραφέα.
Ερωτεύεται την 20χρονη στενογράφο Anna Grigoryevna Snitkina, στην οποία υπαγορεύει τον Παίχτη,και το 1867 παντρεύονται. Για να αποφύγει τους δανειστές το ζευγάρι αναχωρεί για την Ευρώπη, όπου θα παραμείνει για τέσσερα χρόνια. Επισκέπτονται τη Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία ενώ η φήμη του Dostoyevskyπίσω στη Ρωσία μεγαλώνει σταδιακά. Οι Δαιμονισμένοι σημειώνουν μεγάλη επιτυχία όπως και οι μηνιαίες δημοσιεύσεις του Ημερολόγιου του Συγγραφέα, τα χρόνια 1873-1881.
Την εποχή που κυκλοφορούν οι «Αδερφοί Καραμαζώφ» (1879-80), έργο που πολλοί χαρακτηρίζουν ως το καλύτερό του, ο Dostoyevsky απολαμβάνει ήδη την καθολική αναγνώριση ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της χώρας του. Με αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο έργο του, ο Dostoyevsky καταπιάνεται με την πατροκτονία, θέμα που απασχολεί σε ολόκληρη τη ζωή του τον συγγραφέα. Το 1880, απαγγέλει τον λόγο για τον Pushkin κατά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του μεγάλου ποιητή στη Μόσχα.
Με την ηλικία γίνεται όλο και πιο δύσκολη η ανάνηψη από τις επιληπτικές κρίσεις και, στις 28 Ιανουαρίου 1881, ο Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky πεθαίνει σε ηλικία 60 ετών. Την κηδεία και την νεκρική πομπή του «εθνικού λογοτεχνικού ήρωα» ή «προφήτη» της Ρωσίας παρακολούθησαν σαράντα χιλιάδες πολιτών. Ο τάφος του βρίσκεται στο Μοναστήρι Alexander Nevsky στην Αγία Πετρούπολη.
Λέγεται ότι o Leo Tolstoy, αν και δεν είχαν συναντηθεί ποτέ οι δυό τους, ξέσπασε σε δάκρυα όταν έμαθε για το θάνατο του Dostoyevsky καθώς και ότι όταν ο Tolstoy πέθανε, στον σιδηροδρομικό σταθμό Astapovo, είχε μαζί του ένα αντίτυπο τωνΑδερφών Καραμαζόφ.
Εκτός από τους Ρώσους, ο Dostoyevsky επηρέασε σημαντικά και πολλούς άλλους σύγχρονούς του και μελλοντικούς συγγραφείς, όπως οι Thomas Mann, Ernest Hemmingway, Virginia Woolf, James Joyce, κ.α. Ο Albert Camus αναγνώριζε στον Dostoyevsky τον σπουδαιότερο προφήτη του 20ού αιώνα, ενώ τόσο ο Nietzsche όσο και ο Sigmund Freud έχουν αντλήσει από το έργο του. Ο Nietzsche αναφερόταν στον Dostoyevsky ως τον μοναδικό ψυχολόγο από τον οποίο είχε να μάθει κάτι. Ο Freud έγραψε το άρθρο Ο Dostoyevsky και η Πατροκτονία και αν και είναι κριτικός απέναντι στο έργο του συγγραφέα, κατατάσσει τους αδερφούς Καραμαζόφ μεταξύ των τριών σπουδαίοτερων έργων λογοτεχνίας. Ο δε Albert Einstein είχε πει: «ο Dostoyevsky μου προσφέρει πολύ περισσότερα από οποιονδήποτε επιστήμονα».
Πηγές: Dartmouth College, Middlebury College, Joseph Frank: «Dostoevsky: Α Writer in His Time», Wikipedia.org


Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Η Οικονομική Κρίση μέσα από τον Κινηματογραφικό φακό: Από τον James Bond στον…Job Lost (81 χρόνια από το ΚΡΑΧ του 1929)


Απο:Κωνσταντίνος Μπουρλετίδης
http://kbourletidis.blogspot.com

Σήμερα συμπληρώνονται 81 χρόνια από την περίφημη Μαύρη Τρίτη» (Τρίτη 29 Οκτωβρίου 1929), η οποία οδήγησε σε τρομερές συνέπειες για την Αμερικάνικη Οικονομία αλλά και με «απόνερα» για τις υπόλοιπες οικονομίες του πλανήτη. Η ημερομηνία αυτή αποτέλεσε αφετηρία της μεγάλης οικονομικής κρίσης που επί μια δεκαετία ταλαιπώρησε την Αμερική και έμεινε στην Ιστορία ως «ΚΡΑΧ» του 1929
Κατά τη διάρκεια των ετών 1928-29 στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (Wall Street) συνέβη έκρηξη τιμών, που οφειλόταν στην αυξημένη ζήτηση για τίτλους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το Νοέμβριο του 1928 έγιναν αγοραπωλησίες πέντε εκατομμυρίων μετοχών, περίπου ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1929, διακινήθηκαν δεκατρία εκατομμύρια μετοχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η μετοχή της RCA, της οποίας η τιμή από 85 δολάρια έφτασε τα 420 δολάρια, χωρίς να διανεμηθούν μερίσματα.


Η αρχή της κρίσης εκδηλώθηκε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1929 με ραγδαία πτώση των μετοχών και μέχρι τη Δευτέρα, στις 28 του ιδίου μήνα, συνεχιζόταν η πτωτική τάση. Την Τρίτη 29 Οκτωβρίου, πουλήθηκαν στο χρηματιστήριο δεκαέξι εκατομμύρια μετοχές, οι οποίες δεν έβρισκαν αγοραστή, με αποτέλεσμα να χάσουν εντελώς την αξία τους. Το χρηματιστήριο έκλεισε, αφού οι χρηματιστές θεώρησαν ότι αυτή ήταν η καλύτερη λύση για να αποφευχθούν περαιτέρω οικονομικές καταστροφές επιχειρήσεων από τον ψυχολογικό αντίκτυπο που είχε δημιουργηθεί.


Επιχειρήσεις και τράπεζες χρεοκόπησαν. Αποταμιεύσεις και περιουσίες απαξιώθηκαν σε μια στιγμή. Οι άνεργοι είχαν φθάσει έξι μήνες μετά, την άνοιξη του 1930, τα τρία εκατομμύρια, ενώ το Δεκέμβριο του 1932 άγγιξαν τα δώδεκα εκατομμύρια.

Το «ΚΡΑΧ» του 1929 αποτέλεσε κομβικό σημείο στην ανάπτυξη της σχέσης του κινηματογράφου με την οικονομική κρίση απέναντι στην οποία ο κινηματογράφος δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Πολλές ταινίες ασχολήθηκαν με την κρίση, τόσο κατά τη διάρκεια του Κραχ όσο και μετά το τέλος του.

Ψάχνοντας παλιές ταινίες οι οποίες γυρίστηκαν στην εποχή του μεγάλου οικονομικού «κραχ», διαπιστώνει κανείς πως οι σκηνοθέτες, τότε, δε μασούσαν τα λόγια τους. Η εποχή της κρίσης θα αποτελέσει ένα θέμα που απασχολεί και γίνεται έναν από τα αγαπημένα θέματα του αμερικανικού σινεμά, για πολλά χρόνια. Μετά τη Μαύρη Τρίτη 29 Οκτωβρίου 1929, οι σκηνοθέτες πήραν θέσεις επί των επάλξεων. Με ταινίες τολμηρές, συχνά ενοχλητικές, έδωσαν το στίγμα μιας εποχής που η οικονομική κρίση έφερε αλλαγές, όχι μόνο στην καθημερινότητα των ανθρώπων αλλά και στη σκέψη τους, ώστε να αναθεωρήσουν ακόμη και τις απόψεις τους περί της ηθικής και της νομιμότητας.

Έτσι η θεματολογία των ταινιών από τα τέλη της δεκαετίας του 30 (και μέχρι τις μέρες αγγίζει σημαντικά κοινωνικά θέματα όπως:

1. Οι συνέπειες της ανεργίας στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου και το πώς τσακίζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια στην αναζήτηση λίγων χρημάτων για επιβίωση.

2. Οι μορφές εγκληματικότητας όπως οι κλοπές τραπεζών και πλουσίων που καθιστούν τους ήρωες συμπαθείς στο κοινό και σχεδόν απόλυτα δικαιωμένους για τις επιλογές τους

3. Η παρουσίαση κινηματογραφικών χαρακτήρων αδίστακτων χρηματιστών και στελεχών επιχειρήσεων που λειτουργούν απάνθρωπα προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το προσωπικό τους όφελος και μια ωραία πρωία χάνουν τα πάντα και προσπαθούν να ξαναβρούν το χαμένο ανθρώπινο χαρακτήρα τους.

Ας ανατρέξουμε στις σημαντικότερες ταινίες που επικεντρώνονται στην ανωτέρω θεματολογία, και γιατί όχι ας βάλουμε στο dvd μια από αυτές.. λόγω της ημέρααας….


Το 1940 ο Τζον Φορντ γύρισε τα «Σταφύλια της οργής», βασισμένο στο ομώνυμο βραβευμένο με Pulitzer 1939, βιβλίο του Αμερικάνου συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ του συγγραφέα που οι ήρωες του είναι άνθρωποι που βιώνουν τη φτώχια και την ανεργία εξαιτίας της κρίσης. Στη ταινία παρακολουθούμε την ιστορία της οικογένειας Joads που ζουν στην Οκλαχόμα, οι οποίοι το 1930 κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης χάνουν την φάρμα τους και αναγκάζονται να εργαστούν ως εργάτες στη Καλιφόρνια κάνοντας ταξίδια ανά τις ΗΠΑ αναζητώντας δουλειά και ευκαιρίες για όλη την οικογένεια. Ο Τζον Φορντ για τη συγκεκριμένη ταινία κέρδισε το βραβείο Oscar καλύτερης σκηνοθεσίας.




Ο μεγάλος αιρετικός, σαρκαστής της κοινωνίας ο Φρανκ Κάπρα γυρίζει την ταινία του «Μια υπέροχη ζωή» (1946). Δραματική κομεντί αλλά και έντονο κοινωνικό σχόλιο, με ήρωα έναν οικογενειάρχη που προσπαθεί να εξοικονομήσει χρήματα για να θρέψει την οικογένειά του. Εξαιρετικός ο Τζέιμς Στίουαρτ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, θαυμάσια ταινία που τα λέει όλα, προσπαθώντας να αποδραματοποιήσει μια, ούτως ή άλλως, δραματική κατάσταση. Αυτό το παράξενο μείγμα κοινωνικού σχολίου, φαντασίας και δραματικής κομεντί, με τον Τζέιμς Στιούαρτ στον ρόλο του άφραγκου οικογενειάρχη που προσπαθεί να τα φέρει βόλτα, έχει σφραγιστεί για πάντα στο υποσυνείδητο της Αμερικής και εξακολουθεί να κερδίζει τις καρδιές των θεατών.



Το εξαιρετικό φιλμ «Μπόνι και Κλάιντ» (1967) του Άρθουρ Πεν με το Γουόρεν Μπίτι και τη Φέι Ντάναγουεϊ παρουσιάζει ένα ζευγάρι που ληστεύει τράπεζες, δύο παράνομοι που γίνονται δημοφιλείς ήρωες, ρομαντικοί αμφισβητίες οι οποίοι συνθλίβουν την έως τότε επικρατούσα αντίληψη περί του καλού και του κακού.




 Ένα παρόμοιο θέμα με φόντο την ίδια εποχή, δηλαδή τη δεκαετία του 1930, με τη δράση ενός παράνομου ζευγαριού, σκηνοθετεί και ο Ρόμπερτ Όλτμαν, το «Κλέφτες σαν κι εμάς» (1974).Ένας δραπέτης και ένα νεαρό κορίτσι ερωτεύονται. Μόνο που υπάρχουν εμπόδια. Οι «συνάδελφοι» του αγοριού που συνεχώς τον πιέζουν προς το έγκλημα, η αστυνομία που τον κυνηγά, η κοινωνία την οποία δεν μπορεί να εμπιστευτεί


Συγκλονιστική h σκηνοθεσία του Σίντνεϊ Πόλακ ο οποίος με την κλασική, πλέον, ταινία του «Σκοτώνουν τα’ άλογα όταν γεράσουν» (1969), αναπαριστά έναν από τους μεγάλους χορευτικούς μαραθώνιους που έγιναν της μόδας στην εποχή της μεγάλης κρίσης, με τα ζευγάρια να χορεύουν μέχρι τελικής πτώσεως για να κερδίσουν μερικά χρήματα. Στην αρένα αυτού του σταδίου δεν έχει όμορφα ρούχα και κομψές κυρίες.


Έχει ανθρώπους εξαντλημένους που σέρνουν τα κουφάρια τους για ένα πιάτο φαΐ και ένα έπαθλο που είναι αδύνατο να κερδίσουν. Δεν έχουν τίποτα όμως να χάσουν. Και στα καθίσματα, οι θεατές τέρπονται από το απάνθρωπο αυτό θέαμα.







Βέβαια εκτός από τους συμπαθείς ήρωες το Χόλυγουντ φροντίζει να παρουσιάζει και τύπους –χαρακτήρες ρόλων που ξεπηδούν μέσα από τα Job Profiles της κρίσης, όπως στο «Ραντεβού στον αέρα» (2009), του Τζέισον Ράιτμαν, με τον Τζορτζ Κλούνει στο ρόλο του τύπου που αναλαμβάνει τη βρόμικη δουλειά…να απολύει ανθρώπους από διάφορες εταιρίες.



Η ταινία είναι αρκετά προσεκτική, τοποθετείται στην κατηγορία της πικρής κομεντί και έχει μια έντονη κοινωνική ματιά.



Όπως διάβασας συνεχίζονται τα γυρίσματα της ταινίας «Ο άνθρωπος της εταιρίας», στο σενάριο της οποίας ο Μπεν Άφλεκ ερμηνεύει έναν γκόλντεν μπόι, που χάνει τη δουλειά του και μαζί και την αστραφτερή του Πόρσε. Μαζί του ο Κέβιν Κόστνερ, το καλό παιδί του αμερικάνικου σινεμά, στο ρόλο του καλού εργαζόμενου και ο Τόμμυ Λη Τζόουνς στο ρόλο του σκληρού αφεντικού…



Πως όμως εμφανίζονται οι συνέπειες της κρίσης και της ανεργίας στον εγχώριο ελληνικό κινηματογράφο?. Σίγουρα στις περισσότερες των περιπτώσεων η προσέγγιση είναι επιδερμική, με χιουμοριστική διάθεση και περισσότερο για να υπογραμμίσει στοιχεία της προσωπικότητας του ήρωα και όχι να αναδείξει τις δυσκολίες


Η μόνη περίπτωση ελληνικής ταινίας που αναδεικνύει τις τραγικές συνέπειες της ανεργίας στη ζωή των ανθρώπων είναι «η 7η Ημέρα της Δημιουργίας » 1966 σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη. Ο ήρωας της ταινίας Αλέκος Σταθάκης, έχει μόλις παντρευτεί έχει απολυθεί πρόσφατα από το στρατό και σκέφτεται τρόπους να πιάσει την καλή χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα. Κάποια στιγμή υποβάλλει ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο σε μια μεγάλη τσιμεντοβιομηχανία και προσπαθεί να πείσει τους πάντες για τη δήθεν εγγυημένη επιτυχία του. Όταν το σχέδιο του απορρίπτεται, συνεχίζει να λέει ψέματα στη γυναίκα του και στους δικούς του, εξακολουθεί να φεύγει το πρωί από το σπίτι του, τάχα να πάει στη δουλειά, και περιφέρεται άσκοπα στην Αθήνα.


Παρατηρεί τον κόσμο τριγύρω πώς κινείται και προσπαθεί να βρει μια λύση, την οποία τελικά του την δίνει η μοίρα με τραγικό τρόπο, όταν σκοτώνεται πέφτοντας από μια οικοδομή που τελικά έπιασε δουλειά.










Ίσως η πιο χιουμοριστική προσέγγιση παγκοσμίως για την ανεργία είναι το πολύ αγαπημένο βρετανικό Full Monty (Άντρες με τα όλα τους) (1997).
 Ο Piter Catanneo μας μεταφέρει στο Sheffield, την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του αγγλικού χάλυβα. Με την αποβιομηχάνιση της Δύσης και την μεταφορά των εργοστασίων στα φθηνά εργατικά χέρια της Ασίας, γνωρίζουμε μια παρέα ανέργων.
Έχοντας φτάσει στα έσχατα σημεία οικονομικής ένδειας κι εμπνεόμενοι από ένα ανάλογο θέαμα, oi έξι απολυμένοι εργάτες αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους παρουσιάζοντας ένα νούμερο ανδρικού στριπτήζ. Λεπτομέρεια: οι 6 εκκολαπτόμενοι στρίπερς μόνο για strip show δεν σε προδιαθέτουν: ο υπέρβαρος Ντέιβ, ο πρώην επιστάτης κι ερασιτέχνης χορευτής Τζέραλντ, ο φοβητσιάρης Λόμπερ, ο γέροντας Χορς κι ο Γκάυ με έντονο πρόβλημα στο να ακολουθήσει το ρυθμό της μουσικής.







Τα καταφέρνουν περίφημα σκορπώντας γέλιο, ευαισθησία και θάρρος για την αναζήτηση της χαμένης αξιοπρέπειας ακόμα και μέσα από ένα ξεγύμνωμα



Το trailer της ταινίας Full Monty

Ο κινηματογράφος είναι σίγουρο ότι θα αποτελέσει ένα καλό «αναλγητικό» παρουσιάζοντας ήρωες καθημερινούς οι οποίοι αντιμετωπίζουν όπως εμείς τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και τα καταφέρνουν περίφημα κάνοντας μια νέα αρχή και δίνοντας κουράγιο σε εμάς τους δυστυχείς αλλά και τη δυνατότητα να ξαναβρούμε κινηματογραφικούς ήρωες με τους οποίους θα ταυτιστούμε.. όχι βέβαια τον σούπερμαν ή τον Τζέιμς Μποντ.. αλλά τον…Job Lost (χαμένη δουλειά)